Αμέτρητες σκέψεις. Πλούσια συναισθήματα. Ανακούφιση. Αναμονή και δικαίωση. Δεν νομίζω ότι αρκούν όσες λέξεις κι αν παραθέσω για να περιγράψω το εύρος των συναισθημάτων ενός πιστού fan του κυρίου Pierce, πριν και μετά την απόκτηση μίας καινούριας κυκλοφορίας του. Ένα άλμπουμ που ο υπογράφων άκουσε περισσότερες φορές στη διάρκεια της χρονιάς, δεν μπορεί παρά να είναι στην κορυφή της προσωπικής του λίστας για την εν λόγω χρονιά (ή μήπως όχι;).

Αλλά όλα αυτά είναι προσωπικές αμπελοσοφίες. Ζητώ συγγνώμη και συνεχίζω... 2 studio άλμπουμς έπειτα από το κλασσικό πλέον “Ladies and Gentleman…” και 1 μετά το απλά(;) σπουδαίο “Let It Come Down”, ο Jason Pierce, aka Spaceman, γκαζώνει λίγο περισσότερο τον ήχο του και φτιάχνει έναν άλμπουμ δυναμίτη.

Η κύρια διαφοροποίηση αυτού του άλμπουμ είναι στην ενορχηστρωτική προσέγγιση του Mr.Spaceman. Ενώ παλιότερα η περφεκτιονιστική περσόνα του θα έφτιαχνε έναν δικό του wall of sound από κιθάρες, εδώ προτιμά να παίζει πιο λιτά, προφανώς επηρεασμένος, όπως διαβάσατε και σε παλιότερο νέο μας, από τον ήχο συγκροτημάτων όπως οι White Stripes και λοιποί –φερόμενοι ως- αναβιωτές του garage ήχου. Στο Amazing Grace ακούμε την θαυμαστή χάρη ενός μουσικού ταλέντου στο πιο αφτιασίδωτό του, στο πιο άμεσο πρόσωπό του. Όχι, δεν θέλω να σας πω πως αυτός ο δίσκος είναι βασισμένος στο κλασσικό φορμάτ της ροκ μπάντας (μπάσσο, κιθάρα, ντραμς). Προς θεού! Μιλάμε πάντα για το προσωπικό μουσικό όχημα του κυρίου Pierce. Αν μετρήσουμε τα όργανα που ακούμε σε αυτό το δίσκο, θα φτάσουμε μέχρι κάποιες δεκάδες. Κι όμως, φαίνεται ξεκάθαρα πως εδώ μιλάμε για ένα δίσκο με πολλές αφτιασίδωτες στιγμές, χωρίς την έμφυτη διάθεση του δημιουργού τους να τα ξεψειρίσει και να ψάξει κάθε μικρή λεπτομέρια, να την ενορχηστρώσει ειδικά και να την φορτώσει με επιπλέον όργανα.

Στιγμές σαν το She Kissed Me (It Felt Like a Hit) ή το Cheapster σε παραπέμπουν σε παλιές εποχές, όταν π.χ οι Stooges του Iggy Pop εισήγαγαν στους ανά τον κόσμο μουσικόφιλους τη μαγεία του ωμού, λιτά παιγμένου (χωρίς πολλές φανφάρες στις ενορχηστρώσεις με άλλα λόγια) και σκληρού κιθαριστικού rock ήχου (δεν μιλάω για το Hard-rock, με καταλαβαίνετε έτσι; -o όρος punk δεν είχε άλλωστε εφευρεθεί τότε), μπολιασμένου με τόνους παραμόρφωσης. Μάλιστα, το πρώτο είναι μία ατόφια rock n roll βόμβα. Ένα τραγούδι που οι Black Rebel πολύ θα ήθελαν να είχαν στο τελευταίο αριστούργημά τους, με την ορμή του, τα αγχωμένα και οργισμένα φωνητικά του Jason, τα γνώριμα “come on” των Spiritualized και το κιθαριστικό ξέσπασμα που ακολουθεί αμέσως μετά. Το τέλειο single για να παρουσιάσει στους φίλους του και να γιορτάσει στη συνέχεια μαζί τους την κυκλοφορία ενός ακόμα studio άλμπουμ.

Μετά υπάρχει το φοβερό Cheapster που όπως διαβάσατε πάλι από αυτό εδώ το site, θα κυκλοφορήσει σε limited edition single (500 κομμάτια), με προσωπικά φτιαγμένο, από τον ίδιο το Jason, artwork. Η δεύτερη πιο δυνατή και straight ροκ στιγμή του δίσκου. Ακόμα πιο ξεσηκωτικό, με Stoog-ική ενορχήστρωση και φωνητικά, ο απόλυτος φόρος τιμής στον garage ήχο! Το ίδο ισχύει βεβαίως και για το Never Goin’ Back, με τις ταχύτητες βέβαια να έχουν ήδη πέσει ελαφρώς.

Κατά τα άλλα, οι ταχύτητες δεν είναι τόσο γρήγορες, με το βάρος να πέφτει σε πιο μπαλαντοειδές φόρμες. Έτσι, συναντάμε υπέροχες συνθέσεις όπως το Lay It Down Slow, ένα γλυκό και με ταυτόχρονα ευδιάκριτη μελαγχολία από τον ερμηνευτή του κομμάτι ή το Oh Baby. Ενώ, άλλα κομμάτια όπως το Hold On ή το Lord Let It Rain On Me, συνδυάζουν παραμορφώσεις με καθαρούς, αλλά και βγαλμένους από το χημικο-ντούλαπο της ψυχεδέλειας ήχους και γλυκερό παίξιμο με ανάλογα ευαίσθητη ερμηνεία και φτιάχνουν έτσι ουσιαστικά το γνώριμο ηχητικό αμάγαλμα των Spiritualized.

Στην ουσία δεν πρόκειται για έναν τελείως διαφορετικό δίσκο από τους Spiritualized, για να μην παρεξηγηθούμε. Μιλάμε άλλωστε ακόμα για τον ίδιο άνθρωπο πίσω από τις συνθέσεις και το μεγαλύτερο ποσοστό του τελικού αποτελέσματος. Ακόμα λοιπόν αυτό που μένει είναι η ίδια αίσθηση: μία ανατριχίλα και μία γλυκιά ανακούφιση ακούγοντας το φλερτ του με τα blues, την ψυχεδέλεια (ακούστε το The Little Life Of Mine) και την στιχουργική του ενασχόληση με θέματα όπως η απώλεια, ο έρωτας, προσωπικούς φόβους και δαίμονες κοκ. Όμως, από την άλλη, η απουσία gospel χορωδιών, πολυμελών ορχηστρών και η πιο άμεση διαδικασία ηχογράφησης είχαν σαν αποτέλεσμα έναν πολύ πιο λιτό δίσκο, με μερικές σπουδαίες rock n roll στιγμές και πολλές άλλες Spiritualiz-ικές μπαλάντες. Δηλαδή; Ότι, με λίγα λόγια θα ζήταγε ακόμα και ο πιο απαιτητικός ακροατής τους.

Και το τελευταίο ερώτημα-παράπονό μου; Την Παρασκεύη βρήκε η Αθήνα να παραλύσει και εγώ να χάσω την ευκaιρία να μιλήσω με τον J Spaceman; Μα, ρε Jason γιατί χάθηκες έτσι και δεν συναντήθηκαν ποτέ –έστω- οι φωνές μας; Όχι, προς Θεού δεν θα σε ρώταγα ποταπά και κουτσομπολίστικα πράγματα για πρώην σχέσεις και ερωτικές απογητεύσεις (τι απογοητεύσεις δηλαδή, έτσι όπως τις πήρες εσύ σκέτη καταστροφή ήταν), όπως ήθελε σώνει και καλά ο Κων/νος Τσάβαλος. Για σένα και τις μουσικάρες σου θα μιλάγαμε βρε! Τέλος πάντων, πάω σπίτι να ακούσω τι μας έχεις διαλέξει να ακούσουμε στο Complete Works 2, την δεύτερη συλλογή σου από όσα κομματάκια σου δεν καταφέραμε να αγοράσουμε στην ώρα τους (λογικά, ελπίζω δηλαδή, αυτή την κυκλοφορία να την παρουσιάσουμε σύντομα στο Avopolis).

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured