Ο Κάντ λέει σε ένα από τα βιβλία του ότι «όταν ακούμε αηδόνι σωπαίνουμε με αγαλλίαση, αλλά όταν καταλάβουμε ότι αυτό είναι ψεύτικο, το λοιδορούμε». Αυτό συμβαίνει κατά τον Κάντ γιατί όλοι οι άνθρωποι έχουμε μια φυσική ροπή προς το αυθεντικό κι όχι προς οτιδήποτε θα μπορούσε να αποτελέσει κακέκτυπο ή φθηνή αντιγραφή. Γιατί το λέω αυτό, θα αναρωτηθείτε τώρα και δικαίως… Πολύς λόγος έγινε με το συγκρότημα αυτό από το Μάντσεστερ – γιατί ρε γαμώτο να μη έχω γεννηθεί εκεί;- το οποίο κατηγορήθηκε πανταχόθεν ότι κοπιάρει ασύστολα και ξεδιάντροπα μπάντες όπως οι Elbow –κυρίως που είναι και προσωπικοί τους φίλοι – αλλά και όλα τα συμπαρομαρτούντα βρετανοειδη συγκροτήματα του ίδιου ύφους (Travis, Coldplay, Doves τα πιο γνωστά και οι Haven ως αουτσάιντερ).

Ο 24χρονος Ρομπ Μακβει και η παρέα του (όπως κακώς συνηθίζεται να λέμε όταν αναφερόμαστε σε μια ποδοσφαιρική ομάδα ή ένα μουσικό σχήμα, λες και τα υπόλοιπα μέλη της μπάντας δεν έχουν την δική τους ξεχωριστή οντότητα και προσωπικότητα) έχει κερδίσει ήδη μια σειρά από στοιχήματα: πρώτον το ντεμπούτο τους άλμπουμ εκθειάστηκε από σχεδόν άπαντα τα μουσικά έντυπα σε αρκετές Δυτικές χώρες. Δεύτερον έχει μια αδιαμφισβήτητη μουσικά γόνιμη φλέβα, που μάλλον οφείλεται στο γεγονός ότι ξεκίνησε κιθάρα μόλις στα 4 του χρόνια, πριν καλά καλά μάθει να μιλάει. Και τρίτον κατάφερε να δημιουργήσει ένα συμφυρμό μελωδιών που σφύζουν μέσα στην ανεξαρτησία τους, αρνούμενα πεισματικά να στηριχτούν στα δεκανίκια του Thom, του Chris, του Guy ή του Fran, στέλνοντας παράλληλα ένα μήνυμα στο κονκλάβιο της Μουσικής Βιομηχανίας περί των δυνατοτήτων τους.

Κάνοντας άλλη μια φορά τον ανθρώπινο σελιδοδείκτη (μιας και μπήκε κι επίσημα το Τριώδιο) και κομίζοντας ακόμη μια φορά την ατάκα ενός τρίτου, νομίζω ο Greil Marcus (αν κάνω λάθος ας με διορθώσει κάποιος …) ήταν αυτός που ισχυρίστηκε σε ένα από τα κείμενα του ότι « μόνο τα ντεμπούτα άλμπουμ είναι άξια προσοχής γιατί εκεί διοχετεύεται το άσβεστο πάθος του νέου μουσικού, η νεανική του φλόγα και η δημιουργική του φαντασία ». Χωρίς να συμφωνώ απόλυτα μαζί του (στην περίπτωση των Beatles, των Pet Shop Boys, ή των Radiohead ας πούμε έχει διαψευστεί οικτρά …) δεν μπορώ να αγνοήσω το πρώτο των Stone Roses, το παρθενικό των Joy Division ή το ντεμπούτο των Oasis - και το Murmur των Rem, αν μου επιτρέπετε... Οι Longview δεν ανήκουν ούτε στην πρώτη ούτε στην δεύτερη κατηγορία, αλλά σε μια τρίτη, μαζί με τους Smiths π.χ. : από το πρώτο τους άλμπουμ έδειξαν δείγματα μεγάλης γραφής, αλλά τόσο οι ίδιοι όσο και ο κόσμος που παρακολουθεί την δουλειά τους ξέρει καλά ότι οι καλύτερες μέρες δεν έχουν έρθει ακόμη.

Τι μου δημιούργησε η ακρόαση του Mercury; Μελαγχολία καταρχάς. Κάτι που φανερώνεται εύγλωττα στο logo της μπάντας, το οποίο θυμίζει το artwork του Peter Saville στο Closer των Joy Division. Συναίσθημα. Ακούστε π.χ. το Further, ένα κομμάτι που θα λάτρευε ακόμη και η μαμά σας. Ασυγκράτητος θυμός. Με την παρουσία ενός straight pop anthem με την μορφή του When You Sleep (ο κατακλυσμιαίος ήχος που οφείλεται στην ύπαρξη όχι ενός ή δυο αλλά έξι ενισχυτών γύρω από την Stratocaster του Ρομπ). Κυκλοθυμισμός – που υπονοείται κι από τον τίτλο του άλμπουμ. Το Falling For You έχει μια φθινοπωριάτικη αύρα, το Can’t Explain ανήκει δικαιωματικά στο χειμώνα, το Electricity φέρει πάνω του μια φωτοβόλο ανοιξιάτικη διάθεση και το Still ανοίγει την αυλαία του καλοκαιριού. Παραγωγή. Ο Rick Parashar, η πάλαι ποτέ κινητήριος δύναμη των Pearl Jam με την συμβολή του παλαίμαχου 60αρη Paul Buckmaster στα έγχορδα (έχει κάνει την παραγωγή του σε πολλούς από τους πρώτους δίσκους του Elton John) δημιουργούν μια ατμόσφαιρα ευθέως διαχεομενη από τα sessions των Ride και των πρώιμων Verve. Δεν λείπουν και οι στιγμές της σύμβασης. Όπως το σχεδόν διεκπεραιωτικο Nowhere.

Να πούμε για την φωνή κάτι; Περιττό. Αξιωματικά όλες οι αγγλικές μπάντες διέθεταν στις τάξεις τους έναν χαρισματικό τραγουδιστή. Ο συγκεκριμένος μου αρέσει περισσότερο γιατί δεν θυμίζει κάποιον άλλον αλλά έχει μια sui generis φωνή που αν μου βάζατε το μαχαίρι στο λαιμό και με αναγκάζατε να αποφασίσω τι μου θυμίζει θα έλεγα ότι στέκεται κάπου ανάμεσα στον Jeff Buckley και τον Mark Kozelek των διαλυμένων πλέον Red House Painters. Το μόνο αρνητικό; Η κάποιες φορές επίπεδη ερμηνεία του, έρμαιο θαρρείς μιας Dylan-ικης παθητικότητας. Άλλοτε μπορεί να απογειώσει το τραγούδι, άλλοτε όμως μπορεί σατανικώ τω τρόπω να θάψει ένα κομμάτι σε ένα τέλμα αδιαφορίας, σαν τις πιο αδύναμες στιγμές των Travis. Ελπίζω αυτό να μην συμβεί στο επερχόμενο live τους το Σάββατο.

Το Further τους έχει ανοίξει το δρόμο για τα Mercury Music Prize. Οι ίδιοι μπροστά μπροστά κρατάνε τον πυρσό στην λαμπαδηδρομία της Βρετανικής Μουσικής, ιδιαίτερα σε μια περίοδο που οι υπόλοιποι ανταγωνιστές τους βρίσκονται υπό καθεστώς χειμερίας νάρκης. Το ζήτημα από εδώ και στο εξής είναι πόσο μακριά θα μεταφέρουν την φλόγα.

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured