Whatever Happened to My Rock'n'Roll; Θα σας απαντήσω αμέσως. Μετά την διάλυση των Σεξ Πιστολς, ο Τζονι Ροτεν αγόρασε ένα σπίτι στο Μαλιμπού έμεινε εκεί μόνιμα, ήρθε η επαχθής για το ροκ δεκαετία των '80 και το προϊόν με την ονομασία ροκ εν ρολ έγινε είδος εν ανεπάρκεια. Από εκεί που η ίδια η έννοια της ροκ εμπεριείχε το στοιχείο της Επαναστατικότητας απέναντι σε κοινωνικές νόρμες, κατεστημένα και αντιλήψεις που ήθελε -ή έπρεπε- να αλλάξουν, ξαφνικά μεταβλήθηκε σε ένα άνοστο, άοσμο, άγευστο και κυρίως ακίνδυνο κλισέ που χρησιμοποιείται πια μόνο στην "σοβαρή" δημοσιογραφία ως επιθετικός προσδιορισμός σε συμπεριφορές ή φαινόμενα κοινωνικής παθογένειας ("σκηνές ροκ στην Βουλή" ή "άρχισε το σκληρό ροκ ο τάδε Υπουργός στον δείνα Επιτελάρχη").

Κάποιοι λοιπόν τείνουν να μην παραμελούν την πρωταρχική αυτή λειτουργία της ροκ. Κάποιοι που χρησιμοποιώντας την Επαναστατικότητα αυτή όχι μόνο ως άλλοθι αλλά ως ένα βασικό modus operandi υψώνουν -στο σημείο που η Κοινωνία τους επιτρέπει- τη φωνή τους απέναντι σε όλα τα Βlue Μeanies του κόσμου μας. Κάποιοι που επιλέγουν συνειδητά να υιοθετούν μια εικόνα απόκληρων τελειωμένων τύπων, κάτι μεταξύ Lester Bangs, Marlon Brando και Τομ Γουειτς προκειμένου να κάνουν την διαφορά. Οκ, συμφωνώ, ότι όλη αυτή η εικόνα -άδειο, απαθές βλέμμα, ποζεραδικη εμφάνιση mod και attitude κωλόπαιδου που θέλει να δείχνει κουλ 24/7 σηκώνοντας το γιακά αλα-Καντονα- είναι άκρως ξεπερασμένη και παύει από ένα σημείο και μετά να αποτελεί κριτήριο επαναστατικότητας, αλλά καταντάει απύθμενα γραφική.

Εντούτοις, αυτό είναι μονάχα το περιτύλιγμα. Γιατί το εσωτερικό -όσο κι αν κάποιος με κατηγορήσει δικαιολογημένα ότι καταφεύγω σε εύκολα κλισέ- περιέχει αρκετά επιχειρήματα που διατρανώνουν όσο τίποτα την άποψη ότι, ναι, η Μουσική μπορεί ακόμη να είναι η πιο ριζοσπαστική έκφανση της Τέχνης. Ο κιθαρίστας Peter Hayes έλεγε τις προάλλες στο ΝΜΕ ότι "the whole point of art is to question what's going on" και μπορεί να νιώθει περήφανος γιατί μαζί με καλλιτέχνες όπως τον Damon Albarn και τους Massive Attack, είναι εκ των ελάχιστων που ύψωσαν την φωνή τους απέναντι σε ένα έγκλημα που πήγαινε να συντελεστεί- έναν Πόλεμο. Το νέο τους άλμπουμ λοιπόν επιδιώκει να κάνει ακριβώς αυτό: να ερευνήσει τα αίτια κάποιων πράξεων ή παραλείψεων και να περάσει αξίες, πρόσωπα και πράγματα από την Ιερή Εξέταση της μουσικής τους, αποφεύγοντας το στυλ δασκαλίστικης διδαχής π.χ. του Μπονο.

Όπως μαρτυρεί κι ο MC5-ικος του τίτλος, το Take Them On, On Your Own διυλίζει το κύριο ζήτημα που απασχολεί σήμερα την Αμερικανική Κοινωνία. Tην Αποξένωση. Από τα πάντα. Από την οικογένεια ('Rise Or Fall'), από τα χαμένα όνειρα και αιτήματα της γενιάς των 25+ ('Generation') και από την ίδια την Κυβέρνηση που ηγείται της χώρας αυτής ('US Government'). Στηλιτεύει την οικονομική εξαθλίωση των κατώτερων κοινωνικών στρωμάτων, την απουσία της γονικής παρουσίας στο σπίτι του μέσου 18αρη, τη διαφθορά της κρατικής μηχανής και τη γενικότερη απάθεια που διέπει τις ζωές των Αμερικανών έφηβων. Για όλα όσα εμείς οι Ευρωπαίοι κατηγορούμε την άλλη όχθη του Ατλαντικού επιτέλους βρίσκουν το μουσικό χαλί για να ειπωθούν. Ο Σαμ Μεντες, ο Πολ Τομας Αντερσον και ο Τοντ Σολοντζ είμαι σίγουρος ότι θα ήθελαν πολύ να το χρησιμοποιήσουν ως σαουντρακ στις αντίστοιχες ταινίες τους American Beauty, Magnolia και Happiness. Aν λοιπόν το ντεμπούτο τους ήταν ένα όμορφο άλμπουμ για άσχημες στιγμές, το Take Them On, On Your Own είναι ένα άσχημο άλμπουμ για πραγματικά όμορφες στιγμές.

Κι όταν το cd μπει στο player, δεν υπάρχει επιστροφή. Γιατί από την πρώτη νότα καταλαβαίνει ακόμη και το πιο αδαές αυτί ότι εδώ δεν έχουμε να κάνουμε με ένα απλό "πειραγμένο" Huyndai Accent, αλλά με μια Volvo 950 με έναν κινητήρα Βoeing στο εσωτερικό του. (Όπου το Huyndai Accent στην περίπτωση αυτή είναι οι απανταχού Strokes της οικουμένης). 13 βραδύκαυστες βόμβες με fuck-off στίχους, ανελέητα εφε από τα πεταλακια της κιθάρας και του μπάσου, επιβλητικές μπασογραμμες, killing riffs και βαριά κι ασήκωτα ντραμ. Με εξαίρεση το 'Ha Ha High Babe' -ένα βαρετό και βασανιστικά επαναλαμβανόμενο κομμάτι- τα υπόλοιπα 12 τραγούδια απλά κάνουν την καλύτερη συλλογή τραγουδιών της χρονιάς. Μια συλλογή βρώμικη, τραχιά και θορυβώδη.Το 'Stop' που ανοίγει το άλμπουμ χτυπάει τα ηχεία σαν σφυρί με το φαζαρισμενο του 'Even Better Than The Real Thing' μπασακι να κρατάει το ρυθμό και την παραμορφωμένη κιθάρα να "σκάβει" κυριολεκτικά τα αυτιά μας. Το κεντρικό μότο "We don't like you/We just want to try you" βρίσκεται στην πρώτη γραμμή πυρός και από πίσω έρχεται το Βαρύ Ιππικό, μια στρατιά από κιθάρες που είναι ικανή να σπάσει ακόμη και το Σινικό Τείχος. Ίσως το καλύτερο ριφακι που ακούστηκε φέτος από την άλλη όχθη του Ατλαντικού (το Seven Nation Army όσο γοητευτικό κι αν είναι, ωχριά μπροστά του) , το 'Six Barrel Shotgun' αναφερόμενο στις 1000+1 χρήσεις ενός όπλου, θα έκανε τον ντοκιμαντεριστα Μαικλ Μουρ να παρατήσει την Βιομηχανία του Θεάματος και να γίνει ισόβιος γκρουπι του συγκροτήματος. Ευρηματικοτατος τίτλος -και προσέξτε και τα φοβερά και τρομερά codas στο τέλος του τραγουδιού, είναι ικανά να σε οδηγήσουν μια και καλή στο κρεβάτι της Λοβοτομής. Ίσως το καλύτερο ροκάκι που άκουσα φέτος είναι το We're All in Love (και, ναι, όλοι εσείς οι επικριτές τους μπορείτε να βγείτε και να πείτε για την ομοιότητα του ριφ με το Brown Sugar, αλλά αυτό δεν μειώνει στο ελάχιστο την αξία του ως ισως το πιο uplifting κομμάτι του δίσκου). Ξανά και ξανά και ξανά το άκουσα, το έλιωσα κυριολεκτικά. Έπαθα εξάρθρωση αστραγάλου από το χτύπα χτύπα όποτε το έβαζα στο cd player.

Το "US Government" ξεκινάει με απανωτές κιθαριστικες μαχαιριές κατά συρροή, σαν εκείνα τα ανατριχιαστικά βιολιά του Βernard Ηerman στο σαουντρακ του Ψυχώ κι αποτελεί ο,τι πιο βιτριολικό βγήκε ποτέ από το στόμα του τραγουδιστή, ο οποίος εκφέρει τις λέξεις με πρωτοφανή απέχθεια σχεδόν φτύνοντας τις αργά αργά μέσα από τα μισόκλειστα χείλη του. Κάθε στίχος είναι βουτηγμένος στο σιρόπι της ειρωνείας, κάθε φράση αποτελεί ακόμη μια επίθεση στις κυβερνήσεις του Μπλερ και του Dubya. Kαι μόνο ο στίχος "We are the ones that keep you down / We are the ones that warm the ground while our arms surround," θα μπορούσε να αποτελεί θέμα Έκθεσης στις Πανελλήνιες Εξετάσεις. Στο Suddenly έψαχνα να βρω αν έβαλα το σωστό cd μέσα κι όχι το Deliverance των Mission. Ανατριχιαστική τόσο η εν γενει ομοιότητα του κομματιού με ανάλογα τραγούδια της αγγλικής πολυαγαπημένης μπάντας, όσο και η χροιά της φωνής του Turner με αυτή του Wayne Hussey. Εντυπωσιακοί επίσης και οι εφετζίδικοι ήχοι από το πεταλακι της κιθάρας που την κάνει να ακούγεται σαν μουρμουρητά και φωνές που έρχονται από τα έγκατα της γης.

"I'm choosing sides. I'm keeping up with you and your invasion eyes" κραυγάζει στο 'Generation' ο Hayes σε μια απεγνωσμένη προσπάθεια αφύπνισης των συμπατριωτών του από τον ιδεολογικό λήθαργο στον οποίο έχουν προ πολλού περιπέσει. Και, ω, μα τι υπέροχη έκπληξη ήταν αυτή στο 'Shades Of Blue', του οποίου οι μουσικές φόρμες θυμίζουν τις αντίστοιχες του μεγαλύτερου συγκροτήματος που έβγαλε ποτέ η Οξφόρδη (και, όχι, δεν μιλάω για τους Radiohead…). Επίσης σε όσους άρεσε το Red eyes and Tears μπορώ να τους διαβεβαιώσω ότι είναι ο,τι πιο κοντινό του προσομοιάζει μέσα στο άλμπουμ αυτό. Περισσότερο μια αλλαγή στο κλίμα του όλου δίσκου παρά ένα ολοκληρωμένο τραγούδι, το And I'm Aching ξεχωρίζει σαν τη μύγα μες το γάλα. Μια απλή ακουστική μπαλάντα (αταίριαστη λέξη το ξέρω …) με μια κιθαρουλα να τη συνοδεύει και σχεδόν α καπελα φωνητικά, λειτουργεί ως ένδειξη -κι όχι απόδειξη- ότι τα κωλόπαιδα αυτά μπορεί -μπορεί είπα…- να διαθέτουν και μια πιο ευαίσθητη πλευρά -αν και πολύ το αμφιβάλλω. Αναρωτηθείτε πως θα ακουγόταν το She's Lost Control με ακουστικό feedback κι έχετε μια ιδέα για το τι περίπου πρόκειται να ακούσετε.

Το απογειωτικο "Rise or Fall" με το θαμμένο μπάσο και τα ξεσαλωμένα ντραμς το μεταμορφώνουν σε ένα από εκείνα τα κομμάτια που λόγω της θέσης του μέσα στο άλμπουμ ενδέχεται να αδικηθεί, αλλά μην το προσπεράσετε έτσι αβίαστα γιατί θα χάσετε μια από τις πιο λαμπερές στιγμές του συνόλου. Ομοίως για το 'Heart And Soul' (τόσο κοντά στο ομώνυμο των Joy Division, όσο ο Τζενγκις Χαν στο Κλασικό Μπαλέτο), ένα 7λεπτο έπος που ροκαρει πιο πολύ από όλες τις ηχογραφήσεις του Τζέρι Λι Λιουις, του Τσακ Μπερι και του…Φατς Ντόμινο μαζεμένες. Μια ηχητική επίθεση εμποτισμένη με τόνους αδρεναλίνης και βασισμένη στον ιλιγγιώδη ρυθμό που υπαγορεύουν οι μπαγκέτες του Nick Jago.

Η μουσική των BRMC δεν άλλαξε και πολύ μέσα στα δυο τελευταία χρόνια. Έχετε δίκιο γι'αυτό. Αλλά κανείς δεν είπε ότι σώνει και καλά θα έπρεπε να αλλάξει, μόνο και μόνο εν είδει "προόδου" για να ευχαριστηθούν όλοι οι μουσικοκριτικοί ότι "να, τα παιδιά ωρίμασαν κι επιτέλους πειραματίστηκαν και με άλλα είδη μουσικής". Από την άλλη πλευρά, η ποιότητα των τραγουδιών είναι τόσο υψηλή, που θαρρώ ότι θα πρέπει να τους συγχωρήσουμε αυτό το ατόπημα. Γιατί κάθε ένα κομμάτι από τα 13 είναι κι ένα διαφορετικό καλειδοσκόπιο ήχων, εκτελεσμένο με την πρωτόλεια κι αρχετυπικη τραχύτητα του ροκ εν ρολ. Το Take Them On, On Your Own είναι σαν ένας Παγετώνας -κρύος, τεράστιος και απειλητικός- κι όπως κάθε Παγετώνας που σέβεται τον εαυτό του ενδέχεται να αλλάξει το Μουσικό Τοπίο στο οποίο ζούμε, είτε προς το καλύτερο, είτε προς το χειρότερο. Παραδοθείτε αμαχητί στη δύναμη του.

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured