Οι πρώτες ακροάσεις ενός άλμπουμ των Radiohead δεν είναι κι ο,τι πιο εύκολο. Ας κάνουμε λοιπόν καταρχάς ένα άτυπο γκάλοπ: πόσοι από εσάς (κι εμάς) όταν πήραμε στα χέρια μας το Κid A δεν αρχίσαμε με το πρώτες νότες του Everything In Its Right Place να πατάμε το κουμπί "next track" στο cd player μας; Ή επίσης για να πάμε ακόμη πιο παλιά, πόσοι από εμάς όταν πρωτοακουσαν το The Bends δεν έψαξαν απεγνωσμένα να βρουν ένα δεύτερο Creep μέσα σε αυτό; Πόσο δύσκολη κι απαιτητική είναι η μουσική των Radiohead άραγε; Αλλά και πόσο rewarding (όρος που λες κι επινοήθηκε από το NME ειδικά για την μουσική των 5 Οξφορδιανών) παράλληλα;

Σε μια από τις λίγες προ Κid A συνεντεύξεις του ο Thom είχε δηλώσει ρητώς κι απαρεγκλίτως: "Το να περιμένεις από εμάς να βγάλουμε ένα Ok Computer Part 2 είναι σαν να περιμένεις από έναν ζωγράφο να ζωγραφίσει τον ίδιο πίνακα ξανά". Η Ιστορία Της Τέχνης διδάσκει ότι οι καλλιτέχνες που έμειναν στην ιστορία έκαναν δυο πράγματα: είτε με το έργο τους λειτουργούσαν ως πρόκληση για το κοινό τους να τους ακολουθήσει σε νέα άγνωστα και δύσβατα καλλιτεχνικά μονοπάτια, είτε αντιδρούσαν απέναντι στο ήδη παραγόμενο έργο τους κι είχαν αποφασίσει να ακολουθήσουν νέες τολμηρότερες κατευθύνσεις. Ή και τα δυο μαζί. Ουσιαστικά πρόκειται για τις δυο όψεις του ίδιου νομίσματος, αλλά το απότοκο δεν παύει να είναι το ίδιο: η πρόοδος.

Οι Radiohead εν ετει 2003 είναι μια νέα μπάντα. Γιατί υιοθετούν την τολμηρή μουσική ματιά του Kid A και του Amnesiac και την δένουν με τις κιθάρες και τα στοιχειωμένα φωνητικά τoy Bends και του Ok Computer. Το "Hail to the Thief" είναι μια συλλογή από τραγούδια. Το ακούσατε αυτό; Τραγούδια! Όχι ηχοτοπία, όπως μας είχαν συνηθίσει με τα τελευταία δύο άλμπουμ τους. Το Kid A και το Amnesiac ήταν μια συνειδητή προσπάθεια της μπάντας να απεμπολήσει από πάνω της την κατάρα του "καλύτερου άλμπουμ της δεκαετίας του '90" με αποτέλεσμα την αυτοκτονία τους. Μουσική, καλλιτεχνική, ίσως και μεταφορική, καθότι οι τριβές που είχαν αναπτυχθεί ανάμεσα στους κόλπους της μπάντας οδηγούσαν στην επικείμενη διάλυση. Κατά τη διάρκεια της ηχογράφησης των Δίδυμων Δίσκων ο Yorke και ο Johnny Greenwood κλείνονταν σε ένα δωμάτιο μαζί με λαπτοπ, συνθετητες και ηλεκτρονικά γκατζετς και οι υπόλοιποι 3 περίμεναν στο διπλανό δωμάτιο τρώγοντας μηλόπιτες και παίζοντας Εmpire Earth. Και παχαίνοντας συν τοις άλλοις.

Αυτές οι διαδικασίες άλλαξαν σταδιακά. Το Hail αποκαλύπτει μια μπάντα-επιστροφή στο δημοκρατικό καθεστώς του Pablo Honey: ο Ed O'Brien κάνει backing vocals σε αρκετά τραγούδια και χαρίζει τον ήχο της ρυθμικής κιθάρας του σε άλλα τόσα, ο Colin καταφεύγει στην ασφάλεια του μπάσου του και στα ριφ που αυτό γεννάει σωρηδόν - ακούστε το Where I End And You Begin και θυμηθείτε με - ενώ κι ο ανέκαθεν-αδικημένος-λόγω-θέσης-ντραμερ Phil Selway αποκαλύπτει κρυμμένες πτυχές της δεξιοτεχνίας του και των 2001 τρόπων με τους οποίους μπορεί να κρατήσει τη rhythm section από μόνος του (ο ρυθμός στα ντραμς του Μorning Bell ακόμη ηχούν στα αυτιά μου).

Αφού λοιπόν "κατέστρεψαν" τον μουσικό τους εαυτό και "εκφύλισαν" το μουσικό τους όραμα κάτω από την πίεση της (εκ του αποτελέσματος) εμπορικότητας που γέννησε το Οκ Computer με την ηχογράφηση των Δίδυμων, ήρθε η ώρα να σταματήσουν να μισούν τους εαυτούς τους και το ότι έγιναν διάσημοι και να αρχίσουν να το απολαμβάνουν. Μου φαίνεται ότι το Hail To The Thief σηματοδοτεί την αρχή αυτής της περιόδου.

Όσοι έχουν δει το βίντεο του Meeting People Is Easy θα θυμούνται έναν Thom Yorke να αντιδρά σαν ένα κακομαθημένο δεκάχρονο κωλόπαιδο που μόλις του πήραν το παιχνίδι μέσα από τα χέρια του κάθε φορά που ένας δημοσιογράφος του απηύθυνε ερωτήσεις σχετικά με την "μελαγχολικοτητα της μουσικής του και των ζοφερών του στίχων". Ήταν φανερό ότι κανείς από την μπάντα, πόσο μάλλον ο ίδιος ο φρόντμαν, δεν ήθελε να παίξει το παιχνίδι της δημοσιότητας. Δεν γούσταραν να κάνουν promotion των δίσκων τους, πώς να το κάνουμε; Το Kid A επιβεβαίωσε την κατεύθυνση αυτή: ούτε βιντεοκλίπ, ούτε συνεντεύξεις, ούτε δηλώσεις από κανέναν άμεσα εμπλεκόμενο στην μπάντα. Και ξαφνικά σκάει το βίντεο του There There! Και προβάλλεται όχι μόνο από σύμπαντα τα τηλεοπτικά δίκτυα της υφηλίου, αλλά ακόμη και σε ειδική εκδήλωση στην Times Square του Μεγάλου Μήλου πάνω στην νεότατης τεχνολογίας οθόνη Jumbotron των-δεν-ξερω-κι-εγω-ποσων-ιντσων. Και οι Αγγλοσαξονικές χώρες γεμίζουν παντού flyers και αφίσες και banners που διακηρύττουν πανηγυρικά ότι οι Radiohead "είναι ξανά κοντά μας, η μπάντα βγήκε από την απομόνωση κι αποφάσισε να διαλεχθεί με όλους εμάς τους κοινούς θνητούς". Με τα δικά τους στάνταρτ, μιλάμε για έναν πραγματικό οργασμό προβολής, έναν τυφώνα promotion. Το μόνο που λείπει είναι να βγουν με τηλεβόες στο St.Clements, μια πλατειά της γενέτειρας πόλης τους και να γυρίσουν όλα τα Αγγλικά Midlands πάνω σε ελέφαντα.

Οι Radiohead είναι ξανά μαζί μας λοιπόν! Άσχετα αν στο νέο άλμπουμ δεν υπάρχει ούτε ένα ευδιάκριτο ρεφρενακι. Υπάρχουν όμως μερικές εξαιρετικές μελωδίες. Από το εναρκτήριο "2+2=5" οι διαθέσεις της μπάντας είναι προφανείς. Κιθάρες σε 12 διαφορετικά στρωματά που θυμίζουν έντονα αυτές του "My iron lung", ταραγμένα keyboards και κάποια από τα στοιχεία που μας πηγαίνουν πίσω 8 χρόνια, όπως στο "Go To Sleep" που μοιάζει λες να βγήκε από τα ακουστικά outtakes του The Bends με μια απαλή κιθάρα να αρχίζει και να τελειώνει με τις σπαραχτικές κραυγές του Yorke και τα Greenwood-ικα κιθαριστικα ξεσπάσματα να σιγοντάρουν. Το "Scatterbrain" πάλι θα μπορούσε κάλλιστα να είναι B side στο σινγκλ του Exit Music, το "Wolf At The Door" ακούγεται σχεδόν σαν μια απολογητική μπαλάντα και το "Punchup at a Wedding", στηριγμένο σε μια φανκ ραχοκοκαλιά, θα παίζεται σίγουρα μελλοντικά σε όποια συναυλία ανοίγουν οι Radiohead για να ζεστάνουν το κοινό των headliners Red Hot Chili Peppers (θα πέσει φωτιά να μας κάψει!).

Ηλεκτρονικά στοιχεία υπάρχουν ασφαλώς. Αυτό έλειπε! Μόνο που αυτή τη φορά μοιάζουν να λειτουργούν πιο "υπόγεια" και με λιγότερο προφανή τρόπο, όπως συμβαίνει στο "The Gloaming" ή στο "Myxomatosis", ένα άναρχο μείγμα industrial rock και ενός phat ηλεκτρονικού ριφ ή στο επίσης ζοφερό "Backdrifts", ένα κομμάτι μουσικής που πιστοποιεί και τυπικά το ειδύλλιο της μπάντας με τη σχολή των dub μινιμαλιστων του Βερολίνου.

Λίγα είναι εντούτοις τα δείγματα "παραδοσιακής τραγουδοποιίας" που διατρέχουν το Hail to the Thief. Κι αν ρωτάτε, να είστε σίγουροι ότι όχι, τίποτα "ποπ" δεν υπάρχει στο άλμπουμ. Ούτε τραγούδια που προσφέρονται για singalong, ούτε "for a minute there I lost myself" ούτε "rain down from a great height". Ξεχάστε τα αυτά! Συμβατικές ροκ φόρμες υπάρχουν διάσπαρτες μόνο κι όχι συμπυκνωμένες σε ένα και μόνο κομμάτι του άλμπουμ. Για ένα πράγμα μπορώ εντούτοις να σας διαβεβαιώσω: οι κιθάρες που ακούγονται είναι όντως κιθάρες, όπως τις ακούγαμε στο magnum opus τους και τα ντραμς τα παίζει όντως ο Phil κι όχι το drum machine των Sisters Of Mercy.

Το "Sail to the Moon" με το απαλό του πιανάκι είναι αφιερωμένο στον νεογέννητο γιο του Thom, Νοαh, ιδιαίτερα με την επίκληση των στίχων "In the flood you'll built an ark and sail us to the moon" και τη σκυτάλη παίρνει το "Where I end and you begin", με έναν φανκ-τζαζ-ροκ προσανατολισμό, παρόλο που τα αδέλφια Greenwood ορκίζονται ότι ποτέ μα ποτέ τους δεν έχουν ακούσει μπάντες όπως οι Weather Report. Δυο εξαιρετικά τραγούδια - σημεία που πρέπει να σταθούμε είναι το "We Suck Young Blood", ένα μουσικό τελετουργικό που θα μπορούσε να αποτελεί το Ευαγγέλιο κάθε αυτόκλητου σωτήρα-αρχηγού αίρεσης σχετικά με το πώς θα παραμυθιαζει τα επίδοξα θύματα του και το σπιντατο "Sit Down Stand Up", που ξεκινάει αργά και σιγά σιγά χτίζει έναν δαιμονιώδη ρυθμό για να καταλήξει σε ένα ντελίριο όπου όλα σχεδόν τα όργανα κάνουν του "κεφαλιού" τους.

Σημειωτέον επίσης ότι οι στίχοι του Τhom για πρώτη φορά ακούγονται τόσο οργισμένοι. Όχι όπως παλιότερα που τον είχε πιάσει ο δημιουργικός οίστρος και πέταγε "μπηχτές" για τον Μπλερ όπου στεκόταν κι όπου βρισκόταν, τώρα τα λέει ακόμη πιο χύμα. Άλλοτε γενικά περί πολιτικής, πόλεμου κτλ, άλλοτε περί ανέμων και υδάτων - το σίγουρο είναι ότι οι στίχοι του μυρίζουν πικρία από μακριά και αναδύουν μια μυρωδιά από φαρμάκι. Δεν ξέρω τι ή ποιος φταίει γι'αυτό. Υποψιάζομαι ο ταραγμένος ψυχισμός του. Ή το ότι η αγαπημένη του ομάδα, η Οξφόρδη έπεσε κατηγόρια στην Β' Αγγλίας...

Συμπερασματικά: αν εξαιρέσουμε 3-4 κομμάτια, όλο το υπόλοιπο άλμπουμ ακούγεται τόσο απόμακρο, κατακερματισμένο και προκλητικό μουσικά όσο ακουγόταν το Amnesiac. Εκείνοι που μίλαγαν για μια "επιστροφή στις ροκ φόρμες" έπεσαν πολύ λίγο μέσα στις προβλέψεις τους. Γιατί πολλά από τα τραγούδια του Hail to the Thief ακούγονται ως πολύ καλές ιδέες, αλλά όχι ως καλά κομμάτια δομημένα με αρχή, μέση και τέλος. Κυρίως όμως γιατί είναι η τρίτη τους προσπάθεια να γεφυρώσουν τα μουσικά χάσματα μεταξύ του φρι τζαζ, του ροκ, της ελεκτρονικα, της ψυχεδελειας και του φανκ. Αυτό που το 2000 φάνταζε αδύνατο να συμβεί, σήμερα φαίνεται όχι απλά εφικτό, αλλά ακόμη περισσότερο: ορθόδοξο. Εδώ δεν έχουμε να κάνουμε με ένα δίσκο concept σαν το Ok Computer, αλλά σαν μια ετερόκλητη συλλογή τραγουδιών, που δεν συνδέονται μεταξύ τους παρά μόνο με το όνομα του δημιουργού τους.

Όχι, το Hail to the Thief δεν είναι καθόλου μα καθόλου κακός σαν δίσκος, αν νομίζετε ότι αυτό υπονοώ. Απλά θεωρώ ότι το μεγάλο του μειονέκτημα είναι η ομοιότητα του με τους Δίδυμους που προηγήθηκαν, γεγονός που στα δικά μου αυτιά αφήνει μια αίσθηση ότι οι Radiohead σιγά σιγά άρχισαν να "αυτοπαρωδούνται", αν με νοείτε... Αυτός ο υποβόσκων μινιμαλισμος, η "άδεια" μουσική, η αφηρημένη μουσική σε πολλά διαφορετικά "τεύχη", οι ελλειπτικοί στίχοι, όλα αυτά αφήνουν μια ασαφή γεύση απογοήτευσης.

Ο Yorke πρόσφατα δήλωσε ότι το συγκρότημα θα είναι "unrecognisable in two years' time". Αν βασιστούμε στα λόγια του, το μέλλον τότε φαντάζει πολύ πιο ενδιαφέρον από την αίσθηση που αφήνει το Hail to the Thief. Ακόμη κι αν οι Radiohead δεν έκαναν τον καλύτερο δίσκο της χρονιάς, συνεχίζουν εντούτοις να είναι η πιο ενδιαφέρουσα και προοδευτική μουσικά μπάντα του Πλανήτη.

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured