H τρίτη επίσημη LP κυκλοφορία από τους Bright Eyes του αγαπητού Conor Oberst ονομάζεται “ Lifted or The Story Is in the Soil, Keep Your Ear to the Ground” και είναι ένα εκ νέου απαιτητικό ταξίδι στη σχεδόν σχιζοφρενική προσωπικότητα του αγαπημένου παιδιού-θαύματος της Omaha των Η.Π.Α. Το συγκεκριμένο ταξίδι αναμοχλεύει τις έγνοιες και τους δαίμονες του Oberst, τον βρίσκει όμως πιο ώριμο και συνειδητοποιημένο που προκαλεί ανατριχίλες σε εμάς τους ακροατές. Είναι άδικο και ίσως γελοίο να προσπαθήσει κάποιος να ψυχαναλύσει τον Conor Oberst κυρίως για τις θέσεις του και τις ανασφάλειες του με γνώμονα την επιτυχία του και το ταλέντο του. Μας έχει προβληματίσει τόσο με τους στίχους του και τις απόψεις του που είτε τελικά τα εννοεί σε ανησυχητικό βαθμό είτε κάθεται κάπου και ξεκαρδίζεται με διαφόρους επιτήδειους (δεν εξαιρώ τον εαυτό μου) που προσπαθούν να αναλύσουν το έργο του. Αυτό όμως είναι γενικότερο φαινόμενο. Ποιός κρίνει τους κριτικούς;

Ο Οberst αναλώνεται στα ίδια ακριβώς φαινόμενα. Ποιός είναι, που βαδίζει, γιατί υπάρχει ο θάνατος, γιατί οι έρωτες του δεν είναι τέλειοι, γιατί ο κόσμος τον προσέχει και τον τοποθετεί ψηλά κλπ κλπ. Οι ψυχώσεις όμως του Oberst, τον οδηγούν στο να γράψει φανταστική μουσική με κύριο άξονα τους στίχους που αγγίζουν για άλλη μία φορά πανύψηλα επίπεδα.

Το “Lifted…” ξεκινά με το εννιάλεπτο “The Big Picture”. Με την ίδια συνταγή που ξεκινούσε το “Fevers & Mirrors” (το προηγούμενο LP) ακούμε μία εισαγωγή ενοχλητική μεν, άξια όμως για να μας μυήσει στο επερχόμενο απογειωτικό έπος του. Απο εκεί και έπειτα και μέχρι το τελευταίο τραγούδια για 74 λεπτά, τα νιώθουμε όλα. Θλίψη, συμπόνοια, αγαλλίαση, αδικία, οργή και οίκτο. Στο ανέλπιστα uptempo “Bowl of Oranges” ο Oberst λέει: “And your eyes must do some raining if you’re ever going to grow. But when crying don’t help and you can’t compose yourself. It is best to compose a poem, an honest verse of longing or a simple song of hope. That is why I am singing”. H έννοια της δημιουργίας μέσα από το βασανισμό της ψυχής. Εντάξει είναι κλισέ και αιώνιο, αλλά δεν παύει να είναι αληθινό και μέσα από τα λόγια του Οberst, όμορφο και λυρικό.

Oι έννοιες της καλής ζωής, της άσπιλης ψυχής και του ακέραιου του χαρακτήρου ταλανίζουν το συνθέτη. Φοβάται ότι θα παρασυρθεί από την μετριότητα του συμβιβασμού και ότι έτσι θα πάψει να ζει. Αλλά δε φοβάται μόνο για τον εαυτό του. Ανησυχεί για τους φίλους και ίσως λίγο για τους ακροατές του, που για τέσσερα και πλέον χρόνια τον στηρίζουν και τον αγαπούν χωρίς συμφέρον. Ο μικρόκοσμος του Oberst μπορεί να παραείναι ιδανικός και αυτός ίσως να παραπονιέται διαρκώς γιατί δεν έχει κάτι καλύτερο να κάνει. Αυτή είναι η αρνητική έκβαση των τραγουδιών του από αυτούς που τον αντιπαθούν. Οι υπόλοιποι όμως που βρίσκουν σημεία ταύτισης και τα νιώθουν μέσα από την υπέροχη μουσική τότε θέλοντας και μη αλλάζουν. Στο “Don’t know when but a day is gonna come” ο Οberst ρωτά ακατάπαυστα. «Ήρθε ο Θεός στη Γη για να μας σώσει; Πέθανε για εμάς; Ή δεν πέθανε τελικά; Γιατί υπάρχουν τόσοι ματαιόδοξοι; Μπορεί κάποιος να μου εξηγήσει;». Προφανώς όχι.

Το καλύτερο κομμάτι του δίσκου ονομάζεται “Lover I Don’t have to love”. Ο Oberst χρειάζεται κάποια ερωμένη που να μην αγαπά, αλλά απλά να κάνει έρωτα μαζί της. Και αν κάποιος ρομαντικός ή ρομαντική δεν περίμενε ποτέ από τον τραγουδοποιό να αναρωτιέται τέτοιες σκέψεις, τότε ας κουνήσουν το κεφάλι τους. Γεμάτο από σπαραχτικά βιολιά, ένα φανταστικό τσέλο και ένα συνεχές organ, το συγκεκριμένο κομμάτι είναι αριστουργηματικό. Aφήνοντας τον κυνισμό καταμέρος, ο Oberst στο “You Will. You?Will. You? Will. You?Will.” μιλά για τον έρωτα και την αγαπημένη του. Με ένα πανέξυπνο γλωσσολογικό τέχνασμα στο ρεφραίν, ρωτά και απαντά με τρεις λεξούλες.

To “False Advertising” είναι το αμέσως επόμενο αγαπημένο μου. Επίσης γεμάτο από γλυκύτατα βιολιά, το τραγούδι μιλά για την ματαιότητα των πάντων. Για την ματαιότητα της επιτυχίας, της διασημότητας, του οίκτου και των χρημάτων. Η λύση κατά τον Oberst είναι μόνο η αγάπη των ανθρώπων σε ένα φανταστικό μεγάλο πάρτυ που όλοι περνούν καλά. Η προδοσία όμως είναι ανθρώπινο χαρακτηριστικό και από αυτήν δε ξεφεύγει ούτε ο ίδιος ο Oberst. Όπως λέει στο “Laura Laurent” μέσα από μία country μελωδία, η Laura ήταν όμορφη και ιδανική αλλά την εγκατέλειψε και την πλήγωσε, άσχετα με την αιτία.

To album κλείνει με το “Let's Not Shit Ourselves (To Love and to Be Loved)” ένα country-western γρήγορο κομμάτι που στα δέκα λεπτά που διαρκεί αγγίζει τα πάντα. Μελωδικό και εξίσου όμορφο με όλα τα υπόλοιπα του δίσκου, το συγκεκριμένο κομμάτι βρίσκει τον Οbest σε διαρκείς καταγγελίες για όλους. “I don’t read the reviews. I am not singing for you”. Δε μας λέει κάτι καινούργιο. Κάτι τέτοιο είναι εύκολα κατανοητό. Το περίεργο είναι πως ο Oberst παραδέχεται την παραπονιάρικη ψυχή του. “I should stop pointing fingers. Reserve my judgement of all those public action figures, the cowboy presidents”. Kαι τελειώνει με το ερώτημα του τί χρειάζεται ακριβώς ένας άνθρωπος. Ρωτά αν είναι η αμφίδρομη αγάπη και μένει στο ερώτημα χωρίς να δίνει απάντηση. Απλά ελπίζει ότι αυτό θα είναι αρκετό.

Η κριτική αυτή έχει μόνον ένα σκοπό και αυτός είναι να διαδώσει όσο περισσότερο μπορεί την αξία του Conor Oberst και της μπάντας του, τους Bright Eyes. Όλοι χρειάζονται να ακούσουν την μαγική μουσική που γράφει αλλά κυρίως τους στίχους του που χαρακτηρίζονται από την μεγαλειώδη έμπνευση του συγγραφέα τους. Ο βαθμός δεν έχει σημασία για τον ίδιο τον Oberst οπότε γιατί να έχει για εμάς. Αγνόηστε τον λοιπόν και παραδοθείτε.

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured