Αδέρφια; Πρώην ζευγάρι; Ποιος δίνει σημασία αλήθεια σε αυτές τις trivia λεπτομέρειες; Γεγονός είναι ένα! Ο Jack και η Meg White έχουν μέσα τους την δύναμη του αυθεντικού rock’n’roll, με μια γερή δόση διαολεμένου blues όσο ελάχιστοι αυτή τη στιγμή!

Δεν θα το παίξω παντογνώστης. Ομολογώ ότι τα δύο προηγούμενα albums του ντουέτου από το Detroit, μου είχαν ξεφύγει. Όμως κάτι το hype που ξαφνικά γνώρισαν στον Βρετανικό Τύπο, ο οποίος είχε αρχίσει πολύ γρήγορα να ψάχνει για τους νέους The Strokes, κάτι η εμπιστοσύνη μου σε ορισμένους ανθρώπους στις Ηνωμένες Πολιτείες με οδήγησαν να προμηθευτώ το τρίτο album των The White Stripes. Επόμενο βήμα; Πρόσθεσα στη συλλογή μου και τα υπόλοιπα albums, και δεν θα το μετανιώσω ποτέ.

Οι The White Stripes σε καμμία περίπτωση δεν εφευρίσκουν κάτι πρωτόγνωρο. Η βάση της απλοϊκότατης μουσικής τους έχει τις ρίζες της στο παρελθόν, είτε αυτό πρόκειται για τα τραγούδια των αγνών γηρασμένων bluesmen του Mississippi, είτε η βρώμα των χνώτων των MC5. Και όμως ο ήχος τους είναι τόσο φρέσκος, τόσο ικανός να γίνει το soundtrack της καθημερινότητάς μου, που με τρομάζει πραγματικά.

Οι The White Stripes δεν είναι retro. Είναι το παρόν μίας γενιάς ανθρώπων που αρνούνται να μπουν στο παιχνίδι της γκλαμουράτης ζωής, του καλογυαλισμένου ήχου, του ευδαιμονισμού, της κουλτούρας του μοντέρνου και του καινούργιου. Είναι οι ίδιοι ανθρωποι που καταφέρνουν και κοιτάνε στο παρελθόν, και συλλέγουν όσα εκείνα στοιχεία μπορούν να ζήσουν μέσα τους. Και μέσα τους, τα καλά, ή κακά αναλόγως από ποια πλευρά της εμπόλεμης ζώνης τα παρατηρεί κανείς, φαντάσματα του παρελθόντος ζουν. Είναι κατά κάποιο τρόπο αυτοί που διατηρούν την αλυσίδα με το παρεθόν, αρνούμενοι πεισματικά να την σπάσουν, χωρίς αυτό βέβαια να τους εμποδίζει να ζουν στο παρόν τους, παντρεύοντας επιτυχημένα τα φαντάσματα με τις νεράιδες της ζωής τους.

Οι The White Stripes έχουν μία αγνή indie καρδιά που δεν προδίδουν. Και αυτό είναι που τους κάνει να ξεχωρίζουν από τον σωρό τον αναβιωτών. Αν είναι κάτι το οποίο με κάνει να κοιτάω, για παράδειγμα, τους The Strokes με μισό μάτι, είναι ότι δεν φαίνεται να λένε και πολλά πράγματα σε μένα! Μην προσπερνάτε αυτή την επισήμανση έτσι εύκολα, γιατί είμαι σίγουρος ότι στο τέλος, αν το σκεφτείτε, ανεξάρτητα με το ποια τραγούδια χορεύετε ή ακούτε ιδιαίτερα ευχάριστα στο αυτοκίνητο, τα albums τα οποία θεωρείτε ως αγαπημένα, είναι αυτά που σας είπαν κάτι, με αυτά με το οποία μπορέσατε να σχετιστείτε, αυτά των οποίων τους στίχους τραγουδήσατε σαν να έβγαιναν από τα δικά σας εσώψυχα. Αν είμαι ρομαντικός, δεν είναι δικό μου λάθος, οι συνθήκες είναι η αιτία και η αφορμή.

Ο Jack White ψιθηρίζει, τραγουδάει ή ουρλιάζει στίχους με την απλοϊκή σοφία των καλύτερων bluesmen, απευθυνόμενος στην ερωμένη που απομακρύνθηκε, στην ερωμένη που καρτερεί. Από το πρώτο κιόλας τραγούδι “Dead Leaves And The Dirty Ground” o Jack μας δίνει τα διαπιστευτήρια για να ξέρουμε τι μας περιμένει. "If you can hear a piano fall, you can hear me coming down the hall/ If I could just hear your pretty voice, I don't think I'd need to see at all." Με πιστεύετε τώρα;

Το “Hotel Yorba” που ακολουθεί, για να αρχίζουμε να συνηθίζουμε στην ποικιλομορφία του “White Blood Cells”, και να βεβαιωθούμε ότι δεν πρόκειται να βαρεθούμε μέχρι το τέλος του album, είναι ένα βρώμικο boogie, ενώ το “I’m in Love With A Girl” χαρακτηρίζεται από την φρενίτιδα που διαπνέει την ψυχή κάθε πιτσιρικά που διαλαλεί την ειλικρινή αγάπη του, η οποία όμως, όπως είναι φυσικό είναι αδύνατο να έχει διάρκεια, κάτι που και ο ίδιος το γνωρίζει αφού όπως παραδέχεται στα τελευταία του τραγουδιού, "My left brain knows that all love is fleeting."

Στο “Union Forever” από τα χείλια του Jack ακούμε την παραδοχή που κάποιοι αρνούνται πεισματικά, “I can’t be love/Because there is not love”, ενώ το “The Same Boy You’ve Always Known” είναι το αποκορύφωμα της δυναμικότητας του Jack White ως ερμηνευτή, αλλά και του όλου συναισθηματικού κλίματος απομόνωσης και απόγνωσης του album, τελειώνοντας με το πολύ πεσιμιστικό αλλά και πραγματικά πειστικό "If there's anything good about me/ I'm the only one who knows".

Όμως για να δυσκολέψουν ακόμα περισσότερο τα πράγματα, και για να σοκάρουν τον ανυποψίαστο ακραοτή, στην γωνία υπάρχει το “We’re Going To Be Friends” το οποίο ξεχειλίζει από παιδική αθωότητα και ένα νοσταλγικό βλέμμα προς τα πρώτα καρδιοχτύπια. Ύστερα όμως από αυτό το μικρό διάλειμμα, και για τα τελευταία έξι τραγούδια του αριστουργήματος των The White Stripes, η όποια συναισθηματική ισορροπία καταρίπτεται, φανερώνοντας την αηδία για την δήθεν, ξύπνια νεολαία, που έχει την εντύπωση ότι γνωρίζει τα παντά, ενώ δεν γνωρίζει στην πραγματικότητα τίποτα, (“I Think I Smell A Rat”) έως και το κλείσιμο, με τον Jack White μόνο στο πιάνο στο “This Protector”.

To κατόρθωμα των Jack και Meg White είναι ότι κατάφεραν να διασώσουν και να μας παραδώσουν στην πιο σκοτεινά ομορφότερη και πιο συναισθηματικά φορτισμένη διάσταση την ψυχή του αγνού garage rock’n’roll με μία ξεχωριστή και ειλικρινέστατη indie καταβολή, έχοντας την ικανότητα να αγγίξουν το σώμα αλλά και την ψυχή του προσεκτικού ακροατή.

Μία φίλη στην οποία έδωσα πρόσφατα το “White Blood Cells” για να το ακούσει, με αφελέστατη ειλικρίνεια μου είπε κάποια στιγμή ότι δεν της άρεσε όσο το “Is This It” των The Strokes, διότι το δεύτερο είναι πολύ πιο κοριτσίστικο! Πάντα γνώριζα ότι οι γυναίκες επιζητούν πιο ανώδυνες καταστάσεις, που δεν θα τις αγγίξουν ευαίσθητες χορδές, που δεν θα τις γκρεμίσουν το χάρτινο τοίχος που έχουν χτίσει γύρω τους, ιδιαίτερα βέβαια αν το γκρέμισμα είναι απότομο και βάναυσο όπως τα δαιμονιώδη χτυπήματα της Meg White στο drum kit της. Για άλλη μία φορά φαίνεται ότι επιβεβαιώθηκα.

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured