O Frank Black ανήκει πλέον σε μία ειδική κατηγορία σπουδαίων μουσικών, των οποίων η μεγάλη ακμή είναι αδιαμφισβήτητα παρελθόν. Ο βετεράνος μπροστάρης ενός από τα σπουδαιότερα alt. rock groups που έκαναν την εμφανισή τους στην post punk Αμερική, των αγαπημένων Pixies, από το 1993 έως τώρα έχει κυκλοφορήσει πέντε albums. Αν εξαιρέσουμε ιδιαίτερα το πρώτο επώνυμο solo album αλλά και σε σημεία το δεύτερο, το Teenager Of The Year, όλα τα υπόλοιπα δεν αντέξαν σε όποια (σύγ)κρίση απέναντι στα αριστουργήματα του πρώην group του. Το πιο πρόσφατο ειδικά Pistolero του 1999 παρουσίαζε έναν πολύ κουρασμένο Frank Black, σε σημείο να φαντάζει μια τραγικότατη σκιά μπροστά στον μεγαλειώδη παρελθόντα εαυτό του. Μήπως λοιπόν είχε έρθει η ώρα να πάρει σύνταξη;
Ευτυχώς για όλους μας δεν τα παράτησε, όχι ότι και το σκέφτηκε καθόλου βέβαια. Αντίθετα, με τις πρώτες ακροάσεις του νέου του, έκτου κατά σειρά, album, και πρώτου στην νέα εταιρία που τον στεγάζει, την What Are Records, o Black φαίνεται ανανεωμένος, με αρκετές σπουδαίες εμπνεύσεις που συνθέτουν ένα αρκετό αξιόλογο σύνολο. Όμως παράλληλα θα πρέπει να αποδώσουμε και μεγάλο μερίδιο της επιτυχίας και στους άλλους σπουδαίους μουσικούς που προσφέρουν στον Black την ώθηση που χρειαζόταν.
Κατ' αρχάς, ύστερα από πολλά χρόνια, ο Frank Black συνεργάζεται με τον Joey Santiago, τον εκπληκτικό κιθαρίστα των Pixies. Και μόνο ο συνδυασμός της φωνής του Black με την χαρακτηριστική κιθάρα του Santiago, είναι ικανός να μας θυμίσει πολλές αγαπημένες στιγμές του πρώην group τους. Το 7λεπτο Blast Off που ανοίγει το album, και το Robert Onion θα θυμίσουν σε πολλούς τον ήχο που έφτανε στα αυτιά μας από τη Βοστόνη στα τέλη της δεκαετίας του '80, με τον Santiago να "υπογράφει" κάποια από τα καλύτερα και πιο κολλητικά riffs της καριέρας του.
Από την άλλη, οι Moris Tepper και Eric Drew Feldman, βετεράνοι και οι δύο της Magic Band του Captain Beefheart, αλλά και των Pere Ubu o δεύτερος, προσφέρουν μία ιδιαίτερη ατμόσφαιρα στις συνθέσεις, κυρίως με την ευρεία χρήση πιάνου και hammond από τον Feldman. Ένας ακόμα πολύτιμος συντελεστής είναι και o Rich Gillbert με την εκπληκτική pedal steel κιθάρα του να αποδίδει μια πιο folk rock αίσθηση. Αυτοί οι σπουδαίοι μουσικοί, καθώς και οι υπόλοιποι Catholics θα μπορούσαμε να πούμε ότι λύνουν τα χέρια του Black, και κάπως έτσι καταφέρνει να αποδώσει τις εμπνεύσεις του με τον καλύτερο δυνατό τρόπο. Θα πρέπει όμως να αποδωθούν τα εύσημα και στον παραγωγό του album, Nick Vincent, o οποίος καταφέρνει να συνδυάσει και να μιξάρει ιδιαίτερα επιτυχημένα, στο τέλος τους, γύρω στους οχτω μουσικούς που συμμετέχουν σε κάθε τραγούδι.
Στο στιχουργικό μέρος του Dog In The Sand, o Frank Black για άλλη μία φορά δικαιολογεί τη φήμη που έχει βγει, ότι δηλαδή καταβροχθίζει λεξικά για πρωινό και εγκυκλοπαίδειες για δείπνο, εξ ού και οι πληθωρικές διαστάσεις του. Από ιστορίες για καταστροφικές πλημμύρες στην California των αρχών του περασμένου αιώνα, (St. Francis Dam Disaster), σε ένα τραγούδι αφιέρωμα στην πρώτη Σοσιαλιστική κολλεκτίβα της ίδιας περιοχής της δυτικής ακτής (Llano Del Rio), και από εκεί σε country western ιστορίες (Bullet) αλλά και σκοτεινές εξομολογήσεις κάτω από ξεσηκωτικά -αλά Rolling Stones της εποχής του Exile On Main Street- κιθαριστικά riffs (Hermaphroditos).
Σίγουρα ο Frank Black δεν πρόκειται ποτέ ξανά να φτάσει τις αριστουργηματικές στιγμές της Pixies εποχής του. Οι καιροί άλλαξαν, εκείνος μεγάλωσε, και πιστεύω ότι και ο ίδιος το γνωρίζει. Το Dog In The Sand δεν πρόκειται να αλλάξει τον τρόπο που ακούτε μουσική, ούτε προσφέρει κάτι πραγματικά καινούργιο. Αυτό όμως που προσφέρει είναι η δυνατότητα να θαυμάσουμε για άλλη μία φορά το τεράστιο ταλέντο του Black, το οποίο απλώνεται στις 12 συνθέσεις του album, καθώς και να αναγνωρίσουμε ότι έχει ακόμα πολλά να προσφέρει σε όσους αγαπούν το Αμερικάνικο rock.
Ζωντανός θρύλος; Σίγουρα!
Δε συμφωνείς; Γράψε το δικό σου review!
Copyright (C) 1996-2000 - Avopolis. All Rights