Μια από τις βασικές αιτίες της αποτυχίας των περισσότερων βρετανικών σχημάτων και καλλιτεχνών του σήμερα έγκειται στο γεγονός ότι αποτυγχάνουν να μετουσιώσουν τις αναφορές στο παρελθόν σε κάτι φρέσκο, κάτι που να μην αναμασά τα ίδια και τα ίδια.
Μια άλλη αιτία είναι ότι παίρνουν τον εαυτό τους και τη μουσική τους υπερβολικά σοβαρά, με τη βοήθεια βέβαια και του βρετανικού τύπου που μοιάζει να επιζητά διακαώς το πέρασμα στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού.
Είναι αλήθεια ότι ακούγοντας το solo album του Richard Ashcroft, μετά τη διάλυση των Verve, δεν μπόρεσα να ξεκαθαρίσω αν η ευφορία που προκαλούν οι συμφωνικές, έγχρωμες και δραματικές μελωδίες είναι συνέπεια της ύπαρξης φρεσκάδας αυτής ή απλά απόρροια του ξεχωριστού ταλέντου του Richard να ακολουθεί τους ίδιους κλασικούς δρόμους χωρίς να κουράζει -αντίθετα μέσα από τα μελαγχολικά του πονήματα αναδύεται ένα θετικό vibe που δεν θέλει και πολύ για να σε παρασύρει.
Ο Ashcroft είναι απλά "μανούλα" στη μελωδία. Τελεία και παύλα, είναι από εκείνους τους ανθρώπους που γεννήθηκαν με το χάρισμα του pop τραγουδοποιού, και δη του μελαγχολικού τραγουδοποιού που απολαμβάνει τα καλοκαιρινά απογεύματα με θέα στο άπειρο.
Στο Alone With Everybody είναι όσο χαρούμενος μπορεί (και θα έπρεπε) να είναι ένας μελαγχολικός καλλιτέχνης. Ένας μοναδικός συνδυασμός που μπολιάζεται παντού, στους στίχους -ακόμα και στους ερωτικούς- στις γλυκόπικρες μελωδίες, στις συμφωνικές ενορχηστρώσεις. Ακόμα και όταν αναφέρεται στη γυναίκα του Kate Radley (ex-Spiritualized), ακόμα και όταν ο ρομαντικός μανδύας τυλίγει τα πονήματά του και η έκφραση της αγάπης του αρχίζει να γίνεται ενοχλητική για τον απέξω, το έργο του εξακολουθεί να αποπνέει μια σαγηνευτική εσωστρέφεια.
Παρέα με τον Chris Potter στην παραγωγή, για να μη χαλάσει η συνταγή του Urban Hymns, την pedal steel κιθάρα του B.J. Cole και το πιάνο του Chuck Leavell των Stones, ο Richard δεν απομακρύνεται από τις παραφορτωμένες ενορχηστρώσεις που λατρεύεις ή μισείς στους Verve και γενικά τη βρετανική pop. Πολυεπίπεδη και μεγαλομανής παραγωγή που θυμίζει αρκετά την επική χροιά της πρώην μπάντας του, βέβαια με κάποιες αναμενόμενες αλλαγές.
Είναι φανερή η απουσία των κιθάρων του Nick McCabe που πρόσθεταν μια πιο κοφτερή γωνία στις στρογγυλές ντελικάτες μελωδίες του. Ο ψυχεδελικός rock ήχος έχει δώσει τη θέση του σε μια πιο folk-pop-soul έκδοση με country ρινίσματα, wah-wah κιθάρες, τρομπέτες, και τις γνωστές φωνητικές αρμονίες. Ενα μείγμα της βρετανικής pop παράδοσης, κλασικών ροκ ήχων αλλά και επιρροών από μεγάλους καλλιτέχνες (Van Morrison, Bob Dylan, Neil Diamond) σε μεμονωμένα κομμάτια -ακόμα και η δουλειά του Lennon στο πρώτο μισό των 70s φαίνεται να τον εμπνέει.
Δεν υπάρχει αμφιβολία: οι fans των Verve θα το λατρέψουν, οι υπόλοιποι θα αισθανθούν πανέμορφα ακούγοντας κάποιο καλοκαιρινό απόγευμα τις αέρινες μελωδίες, αλλά ποτέ δεν θα το πάρουν στα σοβαρά: πέρα από κάποιες αξιόλογες μελωδίες εξακολουθεί να απολαμβάνει απλώς τα κλισέ. Προσωπικά ανήκω στην πρώτη κατηγορία.
Δε συμφωνείς; Γράψε το δικό σου review!
Copyright (C) 1996-2000 - Avopolis. All Rights