Κατά τη διάρκεια των mid-1960s, το Haight-Ashbury του San Francisco, αναπτυσσόταν ως μια ηχηρή νεομποέμικη περιοχή, μια κοινότητα στην κορφή μιας μεγάλης αλλαγής. Μια μικρή ψυχεδελική γωνιά, με όσους κατελάμβαναν ένα χώρο μέσα στα αδιόρατα όριά της να υπόκεινται σε ένα set νόμων και ρυθμών, απολύτως διαφορετικών από τη ρουτίνα που κυβερνούσε τη straight κοινωνία, μεταβάλλοντας την περιοχή σε ένα χώρο εξερεύνησης και γιορτής. Η πολιτιστική επανάσταση, τροφοδοτούμενη από το LSD, συνέβη τόσο ζωηρά που σύντομα προσέλκυσε τα διεθνή βλέμματα.

Ένα από τα πρώτα ονόματα της τοπικής ροκ σκηνής, ήταν και ο Chet Helms που έφτασε εκεί με ωτοστοπ, μαζί με μια νεαρή blues τραγουδίστρια ονόματι Janis Joplin. Μαζί ταξίδεψαν στην άσφαλτο του οδικού δικτύου της Αμερικής αναζητώντας για παρόμοιες ουσίες, πριν εγκατασταθούν στο Haight. Η Joplin μπλέχτηκε με άλλους μουσικούς, αυτό που αργότερα θα γινόταν οι Big Brother & Holding Company, ενώ ο Helms σχημάτισε τον "οργανισμό" Family Dog ο οποίος είχε ως σκοπό την παρακίνηση/ενθάρρυνση για χορό σε ροκ συναυλίες...

Τον Οκτώβριο του 1965, η πρώτη διοργάνωση του σχηματισμού του Helms είχε ως κεντρικούς καλεσμένους την κορυφαία ψυχεδελική μπάντα της πόλης, τους Jefferson Airplane, μαζί με άλλους τοπικούς ροκ stars, και ένα τεράστιο κοινό με περίεργα ρούχα. Σύντομα οι συναυλίες αυτού του είδους πολλαπλασιάστηκαν, και κάθε Σαββατοκύριακο τα ολονύκτια festivals ακολασίας και πνευματικότητας παράλληλα, είχαν τεράστια επιτυχία.

Σύντομα η acid rock γιορτή βγήκε από την αίθουσα των συναυλιών, στο δρόμο. Μπορούσες να μιλήσεις, να περπατήσεις, να ντυθείς, όπως εσύ ήθελες, να χαμογελάσεις σε όποιον θέλεις. Ηταν η χρυσή εποχή της ψυχεδελικής πόλης, εκεί όπου το πάνω χέρι είχαν οι ποιητές και οι ονειροπόλοι. Η ψυχεδελική εμπειρία ήταν το κεντρικό θέμα που ένωνε ολόκληρη την κοινότητα. Οι άνθρωποι μιλούσαν για την acid εμπειρία διαρκώς... Θεωρούσαν το LSD ως κάτι που θα μπορούσε να κινήσει βουνά και να λιώσει πάγους, ένα "φαρμακευτικό τρόπο" για να επιβληθεί η παγκόσμια ειρήνη. Και πάνω απ'όλα μια ουσία χωρίς ουσιαστικά φυσική, και ελάχιστη πιθανότητα για ψυχολογική εξάρτηση, πέρα από τις περιπτώσεις της ήδη λανθάνουσας ψύχωσης, και της επιδείνωσης της ήδη υπάρχουσας κατάθλιψης.

Μεταφερόμαστε πολλά πολλά χρόνια μετά, στη δεκαετία του 1990, όπου ο Brian Wilson γράφει ένα τριαντάλεπτο κομμάτι γι'αυτήν
την εμπειρία -του LSD- που άλλαξε τη ζωή εκείνης της ανυποψίαστης κοινότητας, τότε, και πολλών άλλων στις δεκαετίες που ήρθαν - για να μην αρχίσουμε να μιλάμε για τις επιδράσεις, και αναλώσουμε σελίδες επί σελίδων. Πρόκειται για το δωδεκάιντσο "Voyage 34", που κυκλοφόρησε το Νοέμβριο του 1992, ένα περίεργο υβρίδιο από χορευτικά beats και παλμούς, το οποίο "συμπίεζε" κατά μία έννοια την ανωτέρω εμπειρία σε μισή ώρα επικών space-rock ήχων, ambient διαλειμμάτων και περιγραφών.

Το "Voyage 34" ήταν follow-up στο διπλό βινύλιο και ψυχεδελικό / προοδευτικό διαμαντάκι "On The Sunday Of Life" που κυκλοφόρησε το 1992, και προηγήθηκε του δεύτερου album, "Up The Downstair", που κυκλοφόρησε το 1993. Για την ακρίβεια μάλιστα, οι φάσεις ήταν τέσσερις (τις πρώτες δυο τις κυκλοφόρησε το Νοέμβριο '92 και τις άλλες δύο το Νοέμβριο του '93). Το παρόν cd δεν είναι τίποτα άλλο από ένα επεξεργασμένο μάζεμα των τεσσάρων φάσεων, χωρίς ιδιαίτερο λόγο πέραν του πρακτικού.

Η εισαγωγή της πρώτης φάσης μας εισάγει με τη μία σ'αυτό που θέλοντας και μη θα συμμετάσχουμε στη συνέχεια... "This remarkable sometimes incoherent, transcript illustrates a phantasmagoria of fear, terror, grief, exultation and, finally, breakdown. It's highlights have been compressed on this recording to make their own disquieting points". Και η πνευματική περιπέτεια ξεκινά στο χαλαρό λίκνισμα ενός παλμού που σου δίνει την εντύπωση ότι θα ακολουθήσει το "Another Brick In The Wall" των Pink Floyd.

Ηχοχρώματα, συναισθήματα και περίεργοι ήχοι, το φάντασμα των τελευταίων να πλανάται, και η μουσική τους να ανεβάζει και να κατεβάζει τους ρυθμούς, να αφορμάται από την ψυχεδελική υφή για να παίζει το ambient, τη space pop και progressive rock μουσική στα δάκτυλα. Η ονειρική και αγχωτική ατμόσφαιρα να έχει trance βοηθήματα, και η ευφορία να έρχεται με τα εκστατικά αλλά φιλικότατα riffs. Και ενδιάμεσα οι αφηγήσεις: "The time is 9:30 pm, one hour after the participants have eaten sugar cubes saturated with LSD. We hear Brian and his fellow travellers observing their gradual transformation".

Στην όλη αφήγηση όλοι συμμετέχουμε ως εξωτερικοί παρατηρητές τυπικά μόνο, καθώς η ηχοχρωματική ροή, η περιστασιακή νωχελικότητα και η απουσία διαύγειας που βγαίνουν από τα σύνθια και τις αιθέριες φωνές που έρχονται και φεύγουν αρμονικά αλλά και τον παλμό που υποκαθιστά την ανάγκη για beat, δεν μας αφήνουν και πολλά περιθώρια για να παρακολουθήσουμε απέξω και ψυχρά το acid trip. Ετσι το βιώνουμε έστω και νοητά, και αυτό είναι και το μεγαλύτερο κατόρθωμα του Brian Wilson και της παρέας του. Το μόνο -αναπόφευκτο- παράπονο είναι ότι αυτή η συρραφή είναι ξεπερνά τα όρια του χορταστικού, και φτάνει στα όρια του βαρετού στο τέλος, από τη στιγμή που το trip είναι μόνο νοητό. Δεν μπορούμε να τα έχουμε όμως όλα...

Υ.Γ. Ηλίθιες ερωτήσεις δεν θα απαντηθούν.

Δε συμφωνείς; Γράψε το δικό σου review!
Copyright (C) 1996-2000 - Avopolis. All Rights

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured