Πάνε κάτι περισσότερο από δύο χρόνια από τότε που ο Die Arkitekt παρουσίασε, με το ντεμπούτο του, μια ηχητική πρόταση που φάνταζε σαν πνοή φρεσκάδας για τα δεδομένα της ελληνικής δισκογραφίας. Όπως γράφαμε τότε εδώ στο Avopolis, επρόκειτο για έναν δίσκο πλήρως εναρμονισμένο με τη μαζική επάνοδο της techno στα party venues και τη γενικότερη επιστροφή της rave κουλτούρας, τάση που εκκίνησε στο δεύτερο μισό της περασμένης δεκαετίας –και καλά κρατεί ακόμα και σήμερα. Το Dark Colors του 2022 προσέγγιζε την techno από μια pop σκοπιά, φλέρταρε με την hyperpop και την ευρύτερη EDM και συγχρόνως διαφοροποιούνταν από παρόμοια ακούσματα χάρη στα οργανικά και χορωδιακά του στοιχεία, χτίζοντας έναν διάλογο ανάμεσα σε ένα μυσταγωγικό παρελθόν και ένα βιομηχανικό μέλλον.
Στο δεύτερο αυτό άλμπουμ του Έλληνα παραγωγού το ηχητικό μίγμα διατηρεί τα ίδια συστατικά, σε διαφορετικές όμως δοσολογίες. Το κέντρο βάρους μετατοπίζεται περισσότερο προς την γνήσια, καθαρόαιμη techno, το βιολοντσέλο υποχωρεί, τα bpm ανεβαίνουν και οι μελωδικές στιγμές λιγοστεύουν, παραχωρώντας προτεραιότητα στη ρυθμολογία, η οποία βρίσκεται στον πυρήνα και των οκτώ κομματιών που απαρτίζουν την tracklist.
Οι προθέσεις του The Death of Postmodernism αποκαλύπτονται -κυριολεκτικά- από το πρώτο δευτερόλεπτο του εναρκτήριου “Hypermodernism”. Το techno σφυροκόπημα ξεκινά αμέσως και η industrial ατμόσφαιρα επιβάλλεται με συνοπτικές διαδικασίες. Πρόκειται για άκουσμα που δε χρειάζεται να ρεμιξαριστεί ιδιαίτερα για να σταθεί στα πιο ιδρωμένα καταγώγια του ανατολικού Βερολίνου και που, πέρα από το άψογο ξεκίνημα που εξασφαλίζει, δίνει και τον τόνο του δίσκου ολόκληρου: δεν υπάρχουν διαδοχικές κλιμακώσεις και αποκλιμακώσεις εδώ, αλλά μια σταθερά υψηλή ενέργεια, ένα μόνιμο γκάζι, 33 λεπτά συμπυκνωμένης, καθαρτικής έντασης.
Το ενδιαφέρον στην περίπτωση του δίσκου είναι ότι τα singles που επιλέχθηκαν δεν είναι απαραίτητα και τα δυνατότερά του χαρτιά, γεγονός που ενθαρρύνει την ολοκληρωμένη ακρόαση έναντι της αποσπασματικής λογικής της playlist. Παρότι το “Mirkhel”, για παράδειγμα, ενσωματώνει όμορφα τα χορωδιακά φωνητικά και έχει και μια Λένα Πλάτωνος στη φαρέτρα του, το “Future Religion” που ακολουθεί είναι αυτό που απογειώνει τη φόρμουλα˙ το sample του, που παραπέμπει σε tribal ιαχές και ψαλμωδίες, έχει αξιοποιηθεί ιδιοφυώς μέσα σε ένα στιβαρό beat που παίζει με τις πολυρυθμίες, πλάθοντας ένα post-apocalyptic ηχητικό σκηνικό που ευθυγραμμίζεται απόλυτα με τον τίτλο του κομματιού.
Αντίστοιχα, μπορεί το “Rave at the Silicon” (συνεργασία με τον Kareem Kalokoh) να επιλέχθηκε ως single χάρη στην προφανή προσβασιμότητά του –και είναι πράγματι banger– όμως είναι τα πιο ανορθόδοξα κομμάτια σαν το “No Symmetry” εκείνα που δίνουν χώρο στη δημιουργικότητα του Die Arkitekt να λάμψει πραγματικά: από το λιτό και στακάτο beat, χάρμα για όσους θέλουν την techno τους σκοτεινή και φουτουριστική, μέχρι τα εξωγήινα pitched φωνητικά και το αναπάντεχο jungle πέρασμα λίγο μετά τη μέση, το κομμάτι είναι συναρπαστικά ευρηματικό.
Υπάρχει βέβαια και το “Aenaa”, το single κορωνίδα του The Death of Postmodernism, θα έλεγε κανείς, που αν και κατοικοεδρεύει στην τελευταία του θέση, αποτελεί μάλλον τη σπουδαιότερη στιγμή του. Ηχεί σαν προέκταση του “Julian” από τον προηγούμενο δίσκο, με τη συμμετοχή της ηθοποιού Αλίκης Αλεξανδράκη αυτή τη φορά, η οποία κάνει ανατριχιαστικά καλή δουλειά με το spoken word της, πάνω από το πλέον λυσσαλέο ίσως beat που έχει παραδώσει ποτέ ο Die Arkitekt. Και το οποίο καταλήγει τον δίσκο στο ίδιο σχεδόν, απογυμνωμένο ρυθμικό μοτίβο με το οποίο αυτός ξεκινάει, με τη λέξη «αέναα» να αντηχεί στην εκπνοή του, σαν ζητάει να παιχτεί από την αρχή ξανά και ξανά, εθιστικός όπως κάθε σύντομη, έντονη, ευχάριστη εμπειρία.
Η παραπάνω φράση είναι και αυτή που συνοψίζει τις αρετές του δίσκου με τον καλύτερο τρόπο. Το The Death of Postmodernism δε φέρει το στοιχείο της έκπληξης στον βαθμό που το έκανε το Dark Colors, ούτε διαθέτει κάποιο κομμάτι ισάξιο του “Julian”. Περιέχει όμως αρκετά που το πλησιάζουν και -κυρίως- κανένα που να βρίσκεται κάτω από τη στάθμη του «καλού». Είναι δίσκος συνεπής και συγκροτημένος, πυκνός σε αξιόλογο υλικό, με μελετημένη ροή, ιδανική διάρκεια και αριστοτεχνική διαχείριση της ενέργειάς του. Σηματοδοτεί έτσι ένα στέρεο βήμα εμπρός για τον Die Arkitekt, ο οποίος δίνει την αίσθηση ότι πλησιάζει ολοένα και περισσότερο στο διεθνές breakthrough που του αξίζει.