Πρώτη φορά που βρέθηκα σε ουσιαστική επαφή με τη μουσική των Birds of Vale ήταν όταν η αθηναϊκή μπάντα άνοιγε μια συναυλία που είχα πάει να παρακολουθήσω χωρίς να γνωρίζω παρά επιδερμικά τα κομμάτια που είχαν κυκλοφορήσει μέχρι τότε με το διπλό single "Devil In / Beautiful Girl". Αν αυτή η συγκυρία θεωρηθεί ως η δυσκολότερη εξέταση στην οποία θα μπορούσε να υποβληθεί μια μπάντα, οι Birds of Vale όχι απλά είχαν περάσει αλλά διακριθεί, ειδικά με τις εντυπώσεις που άφηνε ο Νίκος Λιάκος, ένας frontman βεληνεκούς που δεν συναντάται συχνά εντός συνόρων, με τη στόφα (και φωνή, αλλά όχι και την ιδιορρυθμία) ερμηνευτών σαν τον εμβληματικό Robert Plant ή τους αδικοχαμένους Chris Cornell και Lane Staley, κλέβοντας την παράσταση. Για να είμαστε δίκαιοι, ένα τέτοιο κεφάλαιο σαν τον Νίκο μπορεί και να πήγαινε ανεκμετάλλευτο αν δεν ήταν για τη απόλυτα αβανταδόρικη για αυτή τη φωνή μουσική των Λάζαρου Καγκελίδη (στην κιθάρα), Κωστή Παπαγιαννόπουλου (στο μπάσο) και Νίκου Μανάτου (στα τύμπανα).
Συγκεκριμένα, στα 8 κομμάτια του ντεμπούτου άλμπουμ τους Limbo που κυκλοφόρησε από την Bitter Tea Records, και κατά την blues παράδοση πραγματεύεται τη σύγχυση (εξού και ο τίτλος) στην οποία οδηγούν το άτομο οι ανολοκλήρωτες ανθρώπινες σχέσεις, οι Birds of Vale εκμεταλλεύθηκαν την ευκαιρία να αναδείξουν όλο το εύρος του ήχου τους, που ξεκινά, με τους Led Zeppelin να παίζουν στα ηχεία του αυτικινήτου, από τα blues του αμερικανικού νότου, ήτοι το δέλτα του Μισισιπή ως το Τέξας, περνά από την ψυχεδελική desert rock της Καλιφόρνια, για να ολοκληρώσει το road trip του βορειοδυτικά, στην grunge σκηνή του Seattle των αρχών της δεκαετίας του '90, και για μια ακόμη φορά στα έμπειρα χέρια του Άλεξ Μπόλπαση στην μίξη και παραγωγή, αποτυπώνεται στα bytes χωρίς να χάνει την ζωντανή, αναλογική αίσθηση, με τα riffs και τα φωνητικά να ακούγονται τεραστίων διαστάσεων όποτε απαιτείται.
Το Limbo είναι ένα άλμπουμ που κάλλιστα θα μπορούσε να σταθεί ακομπλεξάριστα δίπλα στα σημαντικότερα άλμπουμ της πρώιμης εκείνης grunge σκηνής, αν όμως τα ως τώρα δείγματα μιας κάποιας αναβίωσης των 90s δεν επεκταθούν και προς αυτή την κατεύθυνση μουσικά, ίσως βρεθεί να απευθύνεται περισσότερο σε ένα νοσταλγικό για αυτό τον ήχο κοινό που ακόμα και να το εναγκαλίσει, θα δυσκολευτεί να ανακαλύψει σε αυτό οποιαδήποτε καινοτόμα προοπτική.