Συνήθως -τουλάχιστον για την ετερόκλητη φυλή των music lovers & nerds- τα soundtracks των χριστουγεννιάτικων, πρωτοχρονιάτικων και εν γένει εορταστικών αναμνήσεων του τέλους της μιας χρονιάς και της αρχής της επόμενης αποτελούνται από τα most streamed κομμάτια της Spotify λίστας τους, των top albums της άλλης «επίσημης» λίστας τους για τα «καλύτερα» της χρονιάς, αρκετών από την «ανεπίσημη» και για τους πολύ μελετηρούς όσων από τις λίστες των άλλων τους ξύπνησαν τον ενδιαφέρον (ή και το FOMO). Υπάρχουν όμως και οι φορές που ένας δίσκος -συνήθως ένας πολύ σημαντικός δίσκος- βγαίνει την τελευταία στιγμή, ίσως εκούσια ή ακούσια για να τη «σπάσει» σε όλο αυτό το σύστημα με τα «καλύτερα», τα όχι «καλύτερα» αλλά «σημαντικά», τα απλώς «X albums για τη χρονιά», τα σβήσε – γράψε, τα excel, τους τσακωμούς στο γαλατικό χωριό, και το εν γένει πανηγύρι των μουσικών ανασκοπήσεων. Υπάρχουν και αυτές οι φορές που αυτός ο δίσκος βγαίνει, οι περισσότερες λίστες αυτόματα φαίνονται λειψές και το soundtrack των εορτών αλλάζει πλάνο.
Κάπως έτσι και από το πουθενά το δικό μου soundtrack της χριστουγεννιάτικης και πρωτοχρονιάτικης περιόδου που σηματοδότησε το άλμα του 2023 στο 2024 σημαδεύτηκε από τον Θανάση Παπακωνσταντίνου. Ο νέος του δίσκος, Urbanum, κυκλοφόρησε στις 20 Δεκεμβρίου του 2023 στις ψηφιακές πλατφόρμες και έπαιξε στα ακουστικά μου non stop μέσα σε ένα τουριστικό λεωφορείο που διέσχιζε τον έρημο νότο της Βόρειας Αφρικής, ανήμερα Χριστούγεννα. Θα μου πείτε που χωράει ένα εντελώς προσωπικό πρελούδιο σε μια κριτική που τυπολογικά ως κείμενο πρέπει να τοποθετείται, πλέον της άρρηκτης υποκειμενικής της υπόστασης, σε ένα πλαίσιο αντικειμενικότητας (όπως και αν ορίσουμε την τελευταία); Η απάντηση προβλήθηκε μπροστά μου ανήμερα Πρωτοχρονιάς, σε φιλικό σπίτι, σε στενό κύκλο όταν το soundtrack του σπιτικού φαγητού και κρασιού ήταν μια απολαυστική λούπα με τα live του Θανάση στην Τεχνόπολη και στο Θέατρο Βράχων, ένα άγια νοσταλγικό σερί από τον πλανήτη της Ανδρομέδας. Και αυτή η απάντηση οδηγεί στον πρώτο λόγο για τον οποίο το Urbanum είναι ένας πολύ σημαντικός δίσκος.
Ο λόγος αυτός υπακούει, άθελα ή μη, σε έναν κανόνα συναισθηματικού αυτοματισμού. Μια νέα δουλειά του Θανάση Παπακωνσταντίνου έχει για πολλούς από μόνη της ειδικό βάρος και μεγάλη σημασία, πριν καν πατηθεί το πρώτο play. Με άλλα λόγια για τους εν Ελλάδι μουσικόφιλους που επιμένουν εγχώρια και δεν έχουν απαρνηθεί τις ρίζες τους στο αμφιλεγόμενα καταχωρισμένο ως «έντεχνο» / «έντεχνο – λαϊκό» γένος ο Αϊ – Βασίλης φέτος ήρθε ακριβώς στην ώρα του. Και το δώρο που έκρυβε στον σάκο του ήταν απροσδόκητα εξαιρετικό, (in his own words) «απερίγραπτο».
Και κάπου εδώ «κουμπώνει» ο δεύτερος λόγος της σημασίας του Urbanum, ίσως ο πιο ουσιαστικός. Πρόκειται για μια όπως μυστική και (αν)ήσυχη πλην θριαμβευτική επιστροφή του βραχνού προφήτη, του Τειρεσία, του διάφανου -όποιο ποιητικό alias της δισκογραφίας του προτιμάει ο καθένας- που με έναν αριστοτεχνικό -αν όχι μαγικό- τρόπο συμπυκνώνει, έστω και σε φόρμα απόηχου, ό,τι έχει κάνει ο Θανάσης Παπακωνσταντίνου μέχρι σήμερα σε έναν δίσκο που δεν θυμίζει τίποτα από ό, τι έχει κάνει ο Θανάσης Παπακωνσταντίνου μέχρι σήμερα.
Δώδεκα κομμάτια με ελάχιστα μέρη τραγουδιού, «λίγα λόγια και στριφνά», όπως προλογίζει ο ίδιος ο Παπακωνσταντίνου το Urbanum, στην πιο «απερίγραπτη δισκογραφική δουλειά του μέχρι σήμερα». Το αταξινόμητο του δίσκου και ο πολυσχιδής υβριδικός του χαρακτήρας κάνουν τους χαρακτηρισμούς φτωχούς. Η ακρόαση και το βίωμά της είναι ο μόνος τρόπος να βρεις κάποια από τα λόγια που χρειάζονται, λόγια που και πάλι ίσως μόνο στον εαυτό σου θα μπορέσεις να τα ψιθυρίσεις, αφού μόνο ο εαυτός σου θα μπορέσει να σε καταλάβει. Άλλωστε, όπως ο ποιητής δηλώνει στο ομώνυμο μέρος, «Η ποίηση είναι βιωματική/Κι εγώ αχ μάνα μου/φτιάχνω τον κόσμο που θέλω με τη σιωπή/με τις λέξεις/με το ανώνυμο φτερούγισμα των αποδομητικών πόθων»
Σε αυτόν τον κόσμο που θέλησε να φτιάξει και έφτιαξε ο Θανάσης Παπακωνσταντίνου με το Urbanum, έναν κόσμο διπλής όψης που στη μία φέρει το οικείο συναίσθημα και στην άλλη το ανοίκειο της εντύπωσης ενός μαύρου κουτιού, ενός κώδικα που κάνει το οικείο να είναι οικείο, ο ακροατής συναντάει (σχεδόν) τα πάντα. Λούπες και electronics, τζαζ και κλασσική, φυσικά οι παραδοσιακές φόρμες, φυσικά το λαούτο αλλά με την λεζάντα “and beyond” πιο εμφατική από κάθε άλλη φορά – «από τον Βοσκόπουλο μέχρι τις σονάτες του Biber».
Στο κάτι παραπάνω από εύφορο οργανικό έδαφος του δίσκου φυτρώνουν μουσικά σχήματα που έχεις την αίσθηση ότι αναπτύσσονται εκείνη τη στιγμή, αυτονομούνται, αναρριχώνται, συστρέφονται, κυκλώνουν, τεντώνονται, τέμνονται, διεισδύουν το ένα στο άλλο και ξανά από την αρχή. Φυτρώνουν και άφθονα υπαρξιακά ερωτήματα -πολύ περισσότερα από τα τρία βασικά του εναρκτήριου track-, φυτρώνουν και κάποιες αιχμηρές απαντήσεις (όσες υπάρχουν) καμουφλαρισμένες μέσα σε μια πανδαισία αντικατοπτρισμών και αισθητικών deja-vu, μνήμης και λήθης. Φυτρώνουν και όλα τα μυθικά πρόσωπα, τέρατα και αντιήρωες από το σύμπαν του Θανάση Παπακωνσταντίνου, φυτρώνουν και περπατάνε μαζί μας καθώς πορεύομαστε σε αυτόν τον σαγηνευτικό λαβύρινθο της ακρόασης. Φυτρώνει κάτι για τον καθένα.
Ίσως όχι για τον καθένα, μπορεί να ισχυριστούν κάποιοι, πολλοί από τους οποίους θα πουν ότι ο αυτός ο δίσκος του Θανάση Παπακωνσταντίνου δεν είναι για όλους, και πιθανότατα όχι για αυτούς που πάνε να ακούσουν τον «Θανάση» τα καλοκαίρια, φορτωμένοι με καπνογόνα και πολύ συχνά και με διάφορες παρωπίδες. Ίσως να μην έχουν άδικο αν και νομίζω ότι το Urbanum έχει κάτι και γι’ αυτούς. Εικάζω ότι θα τους το δώσει στη φρενήρη, ευφορικά παραληρηματική, σχεδόν διονυσιακή «Επανομή» - έστω κι αν θα κληθούν να συνυπάρξουν με τους eclectic αδελφούς που θα δουν σε αυτό το πρωταγωνιστικό track το potential μια ψαγμένης μίξης με τους Sons of Kemet στο επόμενο dj set τους.
Και ίσως τους το δώσει στο «Ζηλωτή» -αν καταφέρουν να κάτσουν στα αναμμένα κάρβουνα της τζαζ παρακαμπτήριας τριών λεπτών μέχρι την καταληκτική και μοναδική στροφή του κομματιού που μυρίζει Θανάση από πιο παλιά. Και στο «Χορό χωρίς Χορό» εκεί θα τη νιώσουν δεν μπορεί την εκλεκτική συγγένεια με τον άγρυπνο Τειρεσία. Και στο «Έρωτα Εσύ» μέσα από τα δημιουργικά, παραδοσιακά, χορωδιακά μέρη και στο πιο λιτό και συγκεκριμένο «Ήμουν κι Εγώ Εκεί» θα τους ακούσουν τους διαλόγους με δομικά του μοτίβα – αφού ήταν κι αυτοί εκεί. Ίσως δυσκολευτούν λίγο στο εξαίσια σκοτεινό, θαρρείς αποκολλημένο από τρελό όνειρο του David Lynch όσο γύριζε το “Mulholland Drive”, Urbanum. Ίσως χαθούν στην αιθέρια, παιχνιδιάρικη συνομιλία με τον Mulatu Astatke ή κάποιο άλλο εξωτικό πνεύμα αντίστοιχου βεληνεκούς στο «Διμήνι». Αλλά κάπου εκεί προς το τέλος θα ξαναβρεθούμε όλοι μαζί. Λίγο μετά από εκεί που «Σουτάρει ο Άνεμος» σε ambient τέρμα, στο τέλος, στην πηγή της παράδοσης, στην εμπνευσμένη εκδοχή του κλέφτικου «Σι Κλαιν και τα Κλαδιά» με τα φωνητικά του πατέρα του Παπακωνσταντίνου, Αριστοτέλη να μας το ξαναθυμίζει: το από που ερχόμαστε και το που πηγαίνουμε. Όλοι μαζί. Στον ίδιο κυκλικό σχηματισμό.
Κάπως έτσι, 30 χρόνια μετά το Αγία Νοσταλγία και 17 μετά τη Βροχή από Κάτω -την πρώτη και ίσως μοναδική βαθιά πειραματική δουλειά του Παπακωνσταντίνου πολύ μακριά από τα σύνορα του αναμενόμενου τουλάχιστον για μεγάλη μερίδα και του τότε κοινού του- ο βραχνός προφήτης επιστρέφει με έναν «διαφορετικό» δίσκο πλήρως αντάξιο του προσωπικού και καλλιτεχνικού του κεφαλαίου – και κάτι, αν όχι πολλά, παραπάνω. Αποδεικνύει ότι δεν αναπαύεται, δεν εφησυχάζει – αν υπήρχε δηλαδή κάποια σχετική αμφιβολία. Είναι εδώ, ξεκινά από εκεί που σταματάνε άλλοι, δείχνει σε αρκετό κόσμο που εμπνέεται από την παραδοσιακή φόρμα τον δρόμο του βάθους. Και σε αντίθεση ίσως με τη «Βροχή από Κάτω» τώρα θα τον αναγνωρίσουμε και ας (μην) έλειπε καιρό. Γιατί ήμασταν κι εμείς εκεί.