Δεν μου αρέσουν τα «πρέπει». «Πρέπει να ακούσεις αυτό το άλμπουμ», γιατί μόλις βγήκε. Δεν πεθαίνω από FOMO. Πιστεύω όμως βαθιά πως κάθετι στη ζωή μας βρίσκει την κατάλληλη στιγμή.
Θα σου περιγράψω λοιπόν το τελετουργικό: το εκάστοτε νέο άλμπουμ μπαίνει σε σελιδοδείκτη, και κάθεται εκεί μέχρι την κατάλληλη στιγμή. Η πρώτη ακρόαση, είναι πάντα «τυφλή». Δεν διαβάζω συνεντεύξεις, review, περιγραφές. Ο δίσκος παίζει στο background, από την αρχή ως το τέλος. Το συναίσθημα έρχεται πρώτο, τα υπόλοιπα μετά.
Το νέο άλμπουμ Gimme a Hand του Moa Bones, κατά κόσμον Δημήτρη Αρώνη, που κυκλοφόρησε στις 3 Νοεμβρίου, με βρήκε πρωινό Σαββάτου χωρίς deadline και υποχρεώσεις. Στο πεζοδρόμιο στέγνωνε η υγρασία από τη βροχή που έπεφτε όλο το βράδυ, κι ήταν η πρώτη μέρα μετά από καιρό που τα πράγματα είχαν τακτοποιηθεί και μπορούσα να πάρω ανάσα.
Το έβαλα να παίζει κι έφτιαξα καφέ ελληνικό. Ίσως ήταν ιδέα μου, μα το δωμάτιο φωτίστηκε γλυκά.
Η έναρξη γίνεται με το κομμάτι "Inevitable". Americana στους δρόμους της Αθήνας, με στίχους καυστικούς -με τους οποίους σίγουρα μπορώ να ταυτιστώ- και κοινωνικός σχολιασμός βασισμένος στις καθημερινές «ατυχίες» με σύγχρονο blues ηχόχρωμα και σαρκαστική διάθεση. Αν σε αυτό το κομμάτι περιμένεις ανυπόμονα στο φανάρι, μεσοβδόμαδα πριν τη δουλειά, στο "Nocturnal" που έπεται, έχεις γυρίσει σπίτι μετά από μία μέρα εξαντλητική, με αυτό το κενό στο στομάχι, που έρχονται να το γεμίσουν ονειροπολήσεις ανεμελιάς.
Το "Monster" που ακολουθεί με βγάζει ευχάριστα από την κινηματογραφική ζώνη που έχω μπει. Indie με τη δόση εφηβικής ανεμελιάς που αποζητούσα λιγάκι πριν, που όμως γειώνεται γρήγορα με το επόμενο κομμάτι "Virus". Είναι σαφές σε ποιον ιό αναφέρεται ο Δημήτρης Αρώνης, με αισθητικά στοιχεία που θυμίζουν soundtrack ταινίας για το τέλος του κόσμου.
Και μετά τον ιό, ταξίδι στο νησί. Τα "Disehmbarkaytio" και "Let em go" (με το δεύτερο να αποτελεί την πιο γλυκιά στιγμή του δίσκου) έχουν νοσταλγία και τρυφερότητα, κι ένα αχ που βγαίνει από μέσα μου αυτές τις τελευταίες μέρες του Νοέμβρη – όμως έξω από το παράθυρο βλέπω τον ήλιο. Λίγο ακόμη από αυτό στο "Nowhere Land", μέσα στο οποίο αναρωτιέμαι όμως αν κρύβεται και μία ενδοσκοπική διάθεση.
Στο "Younger Bones", σε στίχους και μουσική του Βάνια Απέργη, αναγνωρίζω την ευαίσθητη προσέγγιση του Δημήτρη Αρώνη κι η καρδιά «λιώνει» λιγάκι. Με αυτά τα συναισθήματα «μπαίνω» στο "This Dusty Road", που στα πρώτα του λεπτά με κάνει να πιστεύω πως είναι ένα εξαιρετικό κλείσιμο για το άλμπουμ – μόνο για να καταλάβω, στο δεύτερο μισό του, πως χρειάζεται να επιστρέψω εδώ, πως δεν μου έφτασε η μία φορά.
Το Gimme A Hand είναι μια σειρά από ιστορίες. Ο ίδιος ο καλλιτέχνης περιγράφει το άλμπουμ ως «μια εξομολόγηση και μια ονειροπόληση, μια πεταλούδα και ένα τσίτα που βρυχάται, ένα βήμα παραπέρα στην ενηλικίωση με πολύτιμες αναμνήσεις και όνειρα ακόμα ζωντανά». Δεν θα μπορούσα να συμφωνήσω περισσότερο. Στίχοι όχι ιδιαίτερα περίπλοκοι μα αφοπλιστικά ευθείς, ερμηνευτική ειλικρίνεια και πολύ καλή δουλειά σε επίπεδο ενορχηστρώσεων και παραγωγής, δημιουργούν ένα δίσκο με ήχους ζεστούς, έντονες εικόνες και οικεία συναισθήματα, που, αν ακούσεις με ανοιχτή καρδιά, θα σε αγγίξουν οπωσδήποτε.
Πατάω το play ξανά. Πάμε πάλι από την αρχή.