Οι Κοντραμπατζήδες του Θεμιστοκλή Καρποδίνη είναι πρωτίστως μια ιστορία αγάπης.
Ο δίσκος διηγείται δηλαδή το μεράκι του για τις μουσικές ζυμώσεις που έγιναν στον τόπο μας μετά τα Μικρασιατικά, ξαναζωντανεύοντας την εποχή του Μάρκου Βαμβακάρη, τα στενάκια του προπολεμικού Ψυρρή, καθώς και μορφές θρυλικές αλλά μάλλον ξεχασμένες σήμερα, σαν τον Κώστα Ρούκουνα, τον Στελλάκη Περπινιάδη, τον Γιώργο Κάβουρα και τη Στέλλα Χασκίλ.
Βεβαίως, ο Καρποδίνης έχει το ρημάδι το τάιμινγκ απέναντί του, σε αυτήν την πρώτη του προσπάθεια στη δισκογραφία. Γιατί άρεσε μεν η αναβίωση του ρεμπέτικου τη δεκαετία του 1980 από τις κομπανίες, αλλά και έφθειρε εν τέλει την όλη εμπειρία: βγήκαν κάποιοι ωραίοι δίσκοι, υπήρξε και το τηλεοπτικό Μινόρε της Αυγής του Φώτη Μεσθεναίου (1983-1984), όμως από τα 1990s και έπειτα «ρεμπετάδικο» σήμαινε όλο και περισσότερο φοιτητικό στέκι με αμφιβόλου ποιότητας κρασί και λάιβ πρόγραμμα με synths. Και, παρότι δεν έπαψαν να εντοπίζονται εξαιρέσεις, το πράγμα ξέφτισε· φτήνηνε. Αναμενόμενα, λοιπόν, το καλλιτεχνικό ενδιαφέρον μετατοπίστηκε προς όσους θέλησαν να αποδομήσουν το ρεμπέτικο για να το ξαναβάλουν σε τροχιά με πιο σύγχρονους όρους ή προς δεξιοτέχνες σαν τον Δημήτρη Μυστακίδη που «επεμβαίνουν» στα δεδομένα, προτείνοντας πιο φρέσκες ενορχηστρώσεις.
Όμως ο Καρποδίνης και οι συνεργάτες του δεν ενδιαφέρονται για νεοτερισμούς, εξηλεκτρισμούς, τολμηρές ενορχηστρωτικές ακροβασίες. Τους εμφορεί το πνεύμα των κομπανιών του 1980, το σέβας και το δέος απέναντι στα πρωτογενή υλικά που ανέδειξαν αυτά τα τραγούδια ως καίριας σημασίας. Αν επιδιώκουν επομένως κάτι, είναι απλώς να βαπτιστούν και οι ίδιοι στο όλο ρυάκι.
Ομολογουμένως, βρισκόμαστε σε μια αρκετά ασφαλή οδό «ορθόδοξων» διασκευών, η οποία βασίζει τα πάντα σχεδόν στο πάθος των συντελεστών για τα προπολεμικά ρεμπέτικα και στον παρεΐστικο τρόπο δημιουργίας του δίσκου. Φαίνεται «λίγο»· και ως έναν βαθμό είναι. Ωστόσο, δεν έχουμε μια στείρα απομίμηση του παρελθόντος: οι εδώ Κοντραμπατζήδες αποδεικνύονται (αναπόφευκτα) και άνθρωποι του σήμερα, οι οποίοι κουβαλούν και άλλα πράγματα στο τελικό πηλίκο.
Ο ίδιος ο Καρποδίνης, ας πούμε, φέρνει στο μικρόφωνο τόσο την ενδεκαετή του θητεία ως θεατρικός ηθοποιός, όσο και τις σπουδές του στο Τμήμα Λαϊκής & Παραδοσιακής Μουσικής του Α.Τ.Ε.Ι. Ηπείρου. Κι αυτή η κατανόηση του πλαισίου της εποχής στην οποία αναφέρεται, όπως και η ικανότητά του να μπαίνει στο πετσί ενός «ρόλου», ποτίζουν εν τέλει τις ερμηνείες του με μια συγκεκριμένη αισθητική· που μπορεί να μην είναι πετυχημένη σε κάθε περίπτωση, εντούτοις είναι δική του.
Η φωνή του, ας πούμε, δεν έκανε (θεωρώ) για το "Καναρίνι Μου Γλυκό" ή για το "Ας Μην Ξημέρωνε Ποτέ", ενώ οι ερμηνείες αποτυπώνονται γενικά λιγάκι απαλές, φέρνοντας κατά νου την προσέγγιση της Αθηναϊκής Κομπανίας –ειδικά στο "Ρίξε Τσιγγάνα Τα Χαρτιά". Ωστόσο το τραγούδι του Καρποδίνη είναι μεστό και διαθέτει πειθώ. Παρέα μάλιστα με τα θαυμάσια, έξω καρδιά παιξίματα του Δημήτρη Κοντογιάννη σε κιθάρα/μπαγλαμά και του Κώστα Αναγνώστου με τον Αστέριο Ρήγα στο μπουζούκι (χωρίς να υστερούν και οι λοιποί μουσικοί), ξαναζωντανεύει πολύ ωραία κάτι από τη λαμπερή αυθεντικότητα επιλογών σαν τα "Εγώ Θέλω Πριγκηπέσσα", "Μα Τι Να Κάνω Σ' Αγαπώ" και "Μαζί Σου Ξεμυαλίστηκα".
Κάπως έτσι φτάνουμε σε έναν δίσκο αξιόλογο, με πραγματικά πετυχημένο ηχόχρωμα, που έρχεται να μας πείσει να ξανα-ματα-ξεσκονίσουμε το ρεμπέτικο παρελθόν: από τη δική μας σκοπιά, αλλά με τους δικούς του όρους. Μπορεί να μη φιλοδόξησαν για πολλά οι Κοντραμπατζήδες, πάντως δεν πέτυχαν λίγα.
{youtube}z5jp-jWNCxE{/youtube}