Gradient στα Αγγλικά σημαίνει κλίση και είναι ένας όρος που χρησιμοποιείται κατά κόρον στη μαθηματική γλώσσα, έχοντας το σύμβολο g.
Μόνο λογικές εικασίες και παρακινδυνευμένες υποθέσεις μπορούν να γίνουν για τους λόγους που η Σήλια Τσιούφη –ο άνθρωπος πίσω από το project Colorgraphs– επέλεξε τον συγκεκριμένο τίτλο για την παρθενική της δισκογραφική δουλειά. Ωστόσο, παίζοντας λίγο με τις λέξεις, μπορεί να βγάλεις κάποιο νόημα αν μπει η πρόθεση «από» μπροστά από την ελληνική μετάφραση, καθώς αυτό το ντεμπούτο αποκλίνει από οποιαδήποτε τάση καταγράφεται αυτή τη στιγμή στην εγχώρια, εναλλακτική δραστηριότητα.
Το Gradients στερεώνεται και με τα δύο πόδια στο ηχητικό παρόν, αυτό που θέλει τους μουσικούς της νέας γενιάς με τα μιλιούνια, διάσπαρτα ερεθίσματα να προσπαθούν να βρουν τη δικιά τους μοναδική φόρμουλα, που θα συγχωνεύει ακομπλεξάριστα όλα τα στοιχεία της ταυτότητάς τους. Κάτι τέτοιο επιδιώκει εδώ και η Σήλια Τσιούφη, δημιουργώντας ένα φιλόδοξο άλμπουμ σύγχρονης, καλαίσθητης art pop, με ηλεκτρονικές ανησυχίες, τζαζ ευαισθησίες και grunge απολήξεις. Επιπλέον αξιοποιεί στο μέγιστο το πιο ισχυρό της όπλο: τη φωνή της, με την οποία άλλοτε δημιουργεί λούπες και επίπεδα, και άλλοτε ξαφνιάζει απλώς με το συχνοτικό ή/και εκφραστικό της εύρος. Σε κάθε περίπτωση, είναι ένα κολάζ φαινομενικά ετερόκλητων στοιχείων και αισθητικών, που με κάποιον τρόπο στην τελική σούμα λειτουργεί· αναδεικνύοντας την πλουραλιστική, ανήσυχη και φρέσκια ματιά της δημιουργού του.
Το εναρκτήριο "Rhizome" είναι η ιδανική εισαγωγή στον δίσκο, καθώς συμπυκνώνει σε μετρημένες δόσεις όλα τα προαναφερθέντα χαρακτηριστικά, προσφέροντας στον ακροατή μία ιδιαίτερα αντιπροσωπευτική εικόνα για το τι θα ακολουθήσει. Το "Fix" μπορεί να ξεκινάει με ένα κοντραμπάσο που θυμίζει Arthur Russell, αλλά εξελίσσεται μεθοδικά σε κάτι που θα είχε γράψει ένα υβρίδιο των Sleater-Kinney και Hole στα μέσα των 1990s, ενώ το "Prayer" αποδεικνύεται ένα υπερσύγχρονο κομμάτι πειραματικής, ηλεκτρονικής pop –κάτι ανάμεσα σε Grimes και Holly Herndon.
Το όραμα όμως της εγχώριας μουσικού, θεωρώ πως αποκρυσταλλώνεται πλήρως ακριβώς στη μέση του Gradients, δηλαδή στα 13 (αθροιστικά) λεπτά των "Evia" και "ADSR". Είναι δύο τραγούδια που αιφνιδιάζουν με την ηχητική τους ευελιξία και επιδεικνύουν μία συνθετική εξωστρέφεια συντονισμένη με το τι συμβαίνει αυτή τη στιγμή στα μουσικά κέντρα του κόσμου, η οποία εκλείπει φανερά από τη δικιά μας πραγματικότητα. Ειδική μνεία πρέπει να γίνει βέβαια εδώ και στους μουσικούς που συμμετείχαν στον δίσκο, ιδιαίτερα στους Κωνσταντίνο Κωνιό, Λουκά Γιαννακίτσα και Παντελή Καρασεβδά (κιθάρα, μπάσο και ντραμς, αντίστοιχα), για την άψογη προσαρμογή τους στις ειδικές συνθήκες κάθε κομματιού.
Δεν λείπουν πάντως και τα προβλήματα από το Gradients. Υπάρχουν τραγούδια όπως τα "Untitled" και "Phy Che", στα οποία η φανερή απουσία στοιχειώδους συνθετικής βάσης συγκαλύπτεται από τον αόριστο παράγοντα «ατμόσφαιρα»· κάτι που φέρνει ως αποτέλεσμα μία σύγχυση στις προθέσεις, καθώς και μία δημιουργική ασάφεια. Ακόμη μία επισήμανση αφορά την προφορά της αγγλικής γλώσσας. Είναι κρίμα δηλαδή για τραγούδια με τέτοιο δυνητικό εκτόπισμα σε διεθνή ακροατήρια, να χάνουν μέρος της δυναμικής τους λόγω της κάπως τοπικιστικής εκφοράς του λόγου, σε ορισμένα σημεία.
Είναι αλήθεια, εν τέλει, πως από το Gradients λείπει το στοιχείο της αττικής εντοπιότητας και της βιωματικής γραφής που ανθεί εκ νέου το τελευταίο διάστημα στην εγχώρια δισκογραφία. Οι γραμμένοι στα αγγλικά εσωστρεφείς στίχοι και η «ξενόφερτη» αισθητική δεν στοχεύουν σε τέτοιας φύσεως ταύτιση. Νομίζω όμως ότι δεν ήταν ποτέ αυτός ο σκοπός, όσο η δημιουργία ενός δίσκου με σύγχρονες αναφορές και με βλέμμα μακριά από τον δικό μας μικρόκοσμο. Να το ρίσκο που παίρνει η Σήλια Τσιούφη με το Grαdients –και της βγαίνει σε καλό. Απομένει να μετουσιώσει τις ιδέες της σε κάτι ακόμη πιο ολοκληρωμένο και ουσιαστικό.
ακούστε το "Evia", πατώντας εδώ