Το "Εισιτήριο" το άκουσα να παίζει σε ταξί, αναδύθηκε από ραδιόφωνο βάθος σε καφενείο στα Σεπόλια ενώ περίμενα έναν φραπέ σε πλαστικό, το πέτυχα και σε παραλιακό ψαροταβερνάκι στην επαρχία. Είναι λοιπόν σουξεδάκι, το πρώτο αν δεν κάνω λάθος που έρχεται αβίαστα για τον Νίκο Πορτοκάλογλου εδώ και κάποια χρόνια –με το «αβίαστα» εννοώ που να μην το παίζουν ένας ή δύο σταθμοί, οι οποίοι απλά το έχουν βάλει σε μια playlist με ούτως ή άλλως περιορισμένες επιλογές.
Πράγματι, είναι ένα τραγούδι που έχει κάτι. Ειδικά αν δεν πολυπροσέχεις τι λέει, το μελωδικό του σχήμα κάθεται εύκολα στο αυτί, ενώ τα φωνητικά –τόσο του ίδιου του Πορτοκάλογλου, όσο και τα καλοβαλμένα δεύτερα– ηχούν όμορφα. Αν δώσεις πάντως βάση στα λόγια, το ενδιαφέρον μειώνεται. Αμπελοφιλοσοφίες σε ομοιοκαταληξία:
«Είν’ η ζωή ένα μαρτύριο
Αν κλειδωθείς στο κρατητήριο
Και δεν μπορείς να τρέξεις
Στη θάλασσα να παίξεις».
Λίγο-πολύ, έτσι κυλάει όλος ο (ομώνυμος) δίσκος.
Χωρίς τομές και πειραματισμούς, αλλά με τον τραγουδοποιό να φρεσκάρει τα δεδομένα. Οι ηλεκτρικές του κιθάρες έχουν και πάλι ροκιά και κοψιά, θυμίζοντας ενίοτε εκείνον τον υπέροχο δίσκο Παιχνίδια Με Τον Διάβολο (1999), οι ερμηνείες του είναι (με τον τρόπο τους) εκφραστικές και οι ενορχηστρώσεις βρίσκουν έξυπνους τρόπους να εμπλουτίσουν τα όσα ακούς, με πιάνο, με βιολιά, με μια γκάιντα εδώ ή μια κρητική λύρα πιο 'κει, με ακορντεόν, τρομπέτα και γιουκαλίλια να συνεπικουρούν σε ένα σαφώς ελληνικό αποτέλεσμα, χτισμένο πάνω σε Δυτικές αναφορές/καταβολές.
Από μία άποψη, δεν ξέρω πόσο έντιμο θα ήταν να ζητήσουμε κάτι παραπάνω από τον Νίκο Πορτοκάλογλου, 27 χρόνια μετά το πρώτο του προσωπικό άλμπουμ και ύστερα από τόσα ποιοτικά δείγματα γραφής στο μεταξύ. Ναι, πράγματι, σε αρκετά τραγούδια οι στίχοι κρίνονται απογοητευτικοί, κατώτεροι των προσδοκιών (το "Πανηγύρι" είναι η πιο έκδηλη αστυχία). Γενικά όμως δίνονται σημεία να σταθείς, ενώ προσωπικά βρίσκω ευπρόσδεκτη τη διάθεση να δικτυωθεί και πάλι το προσωπικό με το ευρύτερα κοινωνικό –ακόμα κι αν μιλάμε για το "Θα Περάσει Κι Αυτό", τραγούδι που έγινε αντικείμενο έντονης αντιπαράθεσης, αφού οι μεν έστησαν τον Πορτοκάλογλου απέναντι, ως το Κεντρώο τέκνο των Μνημονίων το οποίο έρχεται να κουνήσει το δάχτυλο και οι δε έσπευσαν να τον υπερασπιστούν ως το δικό τους παιδί που το μαλώνουν οι ανερμάτιστοι που από δυστύχημα της Ιστορίας βρέθηκαν στο πηδάλιο της χώρας. Την τελευταία φορά που τσέκαρα, πάντως, είχαμε ακόμα Δημοκρατία. Άρα και ελευθερία έκφρασης, ανεξάρτητα τώρα αν δεν νιώθω ούτε εγώ στο ίδιο μήκος κύματος με τον τραγουδοποιό ή αν δεν βρίσκω τους συγκεκριμένους του στίχους και τόσο επιτυχημένους.
Η βαθμολογία λοιπόν την οποία βλέπετε, μπαίνει με βάση τις παραπάνω σκέψεις και τη γενικότερη διαπίστωση ότι, με τα συν και πλην, έχουμε εδώ τον πιο ενδιαφέροντα δίσκο του Πορτοκάλογλου από το Ένα Βήμα Πιο Κοντά (2006) και μετά. Όπως κι έναν δίσκο που κερδίζει στα σημεία τον μέσο όρο διαφόρων νέων τραγουδοποιών που πλασάρονται ως «ελπίδες για το μέλλον».
Υπάρχει ωστόσο και μια άλλη οπτική γωνία. Την οποία δεν χρησιμοποίησα ως αξιολογική βάση, διότι δεν είναι δουλειά της κριτικής να υποδεικνύει στον καλλιτέχνη τι θα κάνει, αλλά να κρίνει αυτό που έκανε. Νομίζω όμως ότι θα έπρεπε να απασχολήσει σοβαρά τον Πορτοκάλογλου, καθώς έχει άμεση σχέση με τους δικούς του διακηρυγμένους στόχους.
Τελευταίο στιγμιότυπο στο Εισιτήριο, μια ανανεωμένη ενορχηστρωτικά (φευ, όχι και αναπτερωμένη) εκδοχή του "Χωρίς Αμορτισέρ", ενός τραγουδιού από τα τέλη της δεκαετίας του 1990, γραμμένου για το soundtrack της ταινίας Βαλκανιζατέρ του Σωτήρη Γκορίτσα. Ενός τραγουδιού με θαυμαστή ισορροπία μεταξύ διεθνούς και ελληνικού και με ευφυέστατους στίχους, που συν τοις άλλοις περιελάμβαναν κι ένα λαμπρό σχόλιο για το κουβάρι της ταυτότητας του Νεοέλληνα («προδότες, Σουλιώτες κι αδέσποτοι κι ωραίοι»), που επιμένει να δικτυώνεται χωρίς αμορτισέρ με Βαλκάνια και Ευρώπη, δίχως εν τέλει να εντάσσεται ακριβώς στα όσα θεωρούμε πως αποτελούν τα σύνολα αυτά.
Αυτό λοιπόν το ξαναζεσταμένο "Χωρίς Αμορτισέρ 2017" είναι φοβάμαι το πιο ωραίο κομμάτι στο Εισιτήριο. Ενός δίσκου που υπήρξε κατάληξη στην επιθυμία του Πορτοκάλογλου για μια επανεκκίνηση, την οποία ο ίδιος περιέγραψε στα τέλη του 2016 με τα εξής λόγια: «αισθάνθηκα την ανάγκη να αλλάξω όχι μόνο σελίδα αλλά και βιβλίο. Με νέα τραγούδια, νέους συνεργάτες, νέο ήχο. Η δίψα παραδόξως αντί να σβήνει, μεγαλώνει». Σχηματίστηκε έτσι ένα νέο γκρουπ γύρω του –οι Ευγενείς Αλήτες– άρχισαν οι Restart εμφανίσεις στο club του Σταυρού Του Νότου, ήχησαν τα πρώτα δείγματα γραφής και έτσι φτάσαμε και στο Εισιτήριο.
Καταλήγουμε ωστόσο σε έναν δίσκο όπου οι Ευγενείς Αλήτες δεν υπάρχουν ούτε καν στον τίτλο, ενώ ο ποθών το restart βρίσκεται να υπογράφει τη μουσική, τους στίχους, την ενορχήστρωση, την παραγωγή –χώρια ότι παίζει και του κόσμου τα όργανα. Για νέος ήχος, ούτε λόγος. Οι Ευγενείς Αλήτες, παρά ταύτα, είναι εδώ. Η Αγάπη Διαγγελάκη βάζει τα ελευθεριοαρβανιτικά της καλά και κάνει ντουέτο στο "Πότε Θα Σε Δω", ενώ ανάμεσα στο πλήθος των συμμετεχόντων μουσικών βρίσκονται και οι υπόλοιποι: ο Ηλίας Λαμπρόπουλος στο βιολί και σε διάφορα πνευστά, ο Βύρων Τσουράπης στο μπάσο, ο Δημήτρης Καλονάρος στα τύμπανα και ο Γιώργος Κουρέλης στα πλήκτρα.
Restart και one man show, φοβάμαι ότι δεν γίνεται να συμβαδίσουν. Εάν ο Νίκος Πορτοκάλογλου οσφράνθηκε πράγματι την ανάγκη μιας αλλαγής τόσο ριζικής όσο την περιέγραψαν τα παραπάνω λόγια του, χρειαζόταν δίπλα του ανθρώπους που θα τον ξαναέθεταν σε κίνηση ανατρέποντάς τον και αμφισβητώντας τον. Και όχι ένα επιτελείο άξιων (πράγματι) μουσικών-θαυμαστών, οι οποίοι απλά θα υπηρετούσαν με τις ικανότητές τους το δεδομένο κύρος του και ένα ακόμα ολιστικό δημιούργημα ανακυκλωμένων ιδεών. Εδώ δεν βρέθηκε ούτε καν ένας Χριστιανός να φωνάξει «τι εξώφυλλο είναι αυτό»... Μπορεί λοιπόν ο δημοφιλής τραγουδοποιός να μην εκτίθεται με το Εισιτήριο, αλλά αν το ζητούμενο ήταν να βγει από το όποιο διαπιστωμένο τούνελ, η πορεία γίνεται ακόμα εν μέσω σκότους στο χρώμα της πίσσας.
{youtube}yJsQgT1Pgp4{/youtube}