KU είναι ένα από τα πολλά καλλιτεχνικά ονόματα πίσω από τα οποία βρίσκεται ο μουσικός και εικαστικός Δημήτρης Παπαδάτος (Jay Glass Dubs και The Hydra κάποια ακόμα από αυτά). Το Ganja είναι το 2ο άλμπουμ του με το συγκεκριμένο –πιο προσωπικό και τραγουδοποιητικό– project, κι έρχεται 4 χρόνια μετά το ντεμπούτο του, Feathers.
Στο νέο του άλμπουμ, ο KU από τη μία φροντίζει να υπάρξει μια συνέχεια και συνέπεια, σε σχέση με το Feathers, κι από την άλλη εξελίσσει διακριτικά τον ήχο του. Η εκ νέου συμμετοχή των Baby Guru στους τομείς της παραγωγής και της εκτέλεσης, καθώς και η δική του ποπ γραφή, εξασφαλίζουν το πρώτο ζητούμενο, ενώ μια λελογισμένη απογύμνωση των ενορχηστρώσεων από διάφορα «βαρίδια» και η ζωντανή προσέγγιση της ηχογράφησης, επιτυγχάνουν το δεύτερο. Όλα μαζί, τέλος, συντελούν στο να ακούγεται το Ganja ως concept άλμπουμ, στιχουργικά αλλά και ηχητικά, έστω κι αν η πρώτη προσέγγισή του αφήνει ενδεχομένως εντελώς διαφορετική εντύπωση.
Υπάρχει μια αντίθεση, νομίζω, η οποία διέπει όσα έχει κάνει μέχρι στιγμής ο KU δισκογραφικά: εκείνη ανάμεσα στις συχνά μακρόσυρτες οργανικές αναπτύξεις που μοιάζουν να έχουν χτιστεί μέσω αυτοσχεδιασμών/τζαμαρισμάτων στο στούντιο, και της κάπως στατικής και προβλέψιμης εξέλιξης των πυρηνικών θεμάτων των τραγουδιών του.
Κατά τη γνώμη μου, ο πρώτος παράγοντας, ο «εξωγενής» (ας τον πούμε έτσι), κερδίζει τους περισσότερους πόντους για λογαριασμό του Ganja –χωρίς κάτι τέτοιο να σημαίνει ότι αυτός αποτελεί κάτι το πρωτάκουστο. Εύκολα, δηλαδή, κάνεις τις συνδέσεις με τη βρετανική ψυχεδέλεια (την πρώτη περίοδο των Pink Floyd λ.χ.) ή με το kraut rock, στοιχεία του μουσικού γούστου του KU τα οποία είχαν διαφανεί και στο Feathers. Έχουν πάντως μιαν άγρια ομορφιά κάποια ξεσπάσματα, όπως εκείνο στο εναρκτήριο “A Happening”, ενώ η φωτεινή γκρούβα του “Spring Elevator”, έτσι όπως φέρνει μια έντονη μυρωδιά από την ποπ του Νησιού, αποτελεί μια από τις πλέον ευπρόσδεκτες στιγμές του δίσκου.
Πολύ συχνά, όμως, ο KU μένει μόνος εδώ, με αποκλειστική συνοδεία ένα μελαγχολικό πιάνο ή μια κιθάρα, και κάποιους «χώρους» από εφέ. Σε τέτοια σημεία αποκαλύπτεται μια πρωτοεπίπεδη μελωδική έμπνευση, η οποία, χωρίς να είναι αδιάφορη ή κακή, μοιάζει αδύνατο να αντέξει σε πολλαπλές ακροάσεις. Αυτό, σε συνδυασμό και με τους συχνά «έντεχνους» στίχους, κάνουν μερικά τραγούδια (όπως το “Olympic Complex” ή το “Cypriol”) να προκύπτουν υπερβολικά στεγνά –ή και «στενά». Και σε κάθε περίπτωση, κομματάκι μονότονα και μουντά.
Ομολογουμένως, δεν θα βρείτε κανέναν στο διαδίκτυο να συμμερίζεται τις ενστάσεις μου για το Ganja –αντιθέτως, θα βρείτε πολλά θετικά σχόλια, έως και διθυράμβους. Αυτά είναι που ευθύνονται για την καθυστέρηση τούτης της δημοσίευσης, καθότι με έκαναν να δώσω χρόνο στον δίσκο, να τον αφήσω, να επιστρέψω, και πάλι απ' την αρχή, στην προσπάθειά μου να εντοπίσω κάτι που ενδεχομένως μου ξέφευγε.
Τελικά δεν το βρήκα, ώστε να αλλάξω την άποψή μου ότι ο εν λόγω είναι ένας ενίοτε όμορφος, κάποτε συναρπαστικός, αλλά ως σύνολο μάλλον άνισος δίσκος. Του οποίου το στίγμα προσωπικότητας συχνά εξαφανίζεται, ακριβώς όπως και τα χαρακτηριστικά της φιγούρας του εξωφύλλου γίνονται ένα με το λευκό φόντο.
{youtube}hPDnfvwdeF4{/youtube}