Τουλάχιστον σε πρώτη ανάγνωση, το Hotshot ενδέχεται να μπερδέψει αρκετό κόσμο, όσους τουλάχιστον κατέταξαν τους Whereswilder ως μία μπάντα που έκανε το μπάσιμό της στον εγχώριο, εναλλακτικό παιδότοπο πριν περίπου 2 χρόνια, με το ντεμπούτο της να γίνεται άτυπα μέρος μιας νεο-ψυχεδελικής τάσης.

Εδώ, η ψυχεδέλεια εντοπίζεται διακριτικά, μόνο σε στιγμές και γκελάρει κυρίως μέσω των (σήμα κατατεθέν, πια) ψιλών φωνητικών του frontman Γιάννη Ράλλη, χάνοντας πλέον τον πρωταγωνιστικό ρόλο που διέθετε επί Yearling. Αντ' αυτής, η νέα τάξη πραγμάτων στο σύμπαν της αθηναϊκής τετράδας απαιτεί ένα λεξιλογικό φρεσκάρισμα: wanna be macho 1970s ροκ, σκονισμένα ριφάκια, μπαλάντες που γράφτηκαν μετά από ακροάσεις του ντεμπούτου των Big Star, Rolling Stones αντί για Beatles στη διαχρονική ερώτηση.

Ο παρατηρητικός βέβαια ακροατής θα την είχε ψυλλιαστεί αυτήν τη μεταστροφή ήδη από τις πρώιμες συναυλίες του γκρουπ, ιδιαίτερα στις στιγμές εκείνες που τράβαγαν τα κομμάτια προς μία κατεύθυνση η οποία έφερνε φανερά στη μπάντα που τώρα συναντάμε στο Hotshot. Το ζουμί της υπόθεσης είναι ότι οι Whereswilder επιχειρούν εδώ να γδάρουν βαθιά το corpus των επιρροών τους· και όσες φορές βρήκαν κόκαλο, δεν προσπάθησαν να μεταμφιέσουν την ανακάλυψή τους ως κάτι διαφορετικό, κάτι πιο αρεστό στιλιστικά (βλ. tag «ψυχεδέλεια»). Με άλλα λόγια, έκαναν πιο οικονομική χρήση των χιπ παρακλαδιών της ροκ μουσικής, τα οποία εξυπηρετούν κυρίως αισθητικές ανάγκες, δίνοντας έμφαση στην καρδιά των κομματιών, στις ατόφιες συνθέσεις.

Ως αποτέλεσμα, έχουμε ένα συμπαγές, ακομπλεξάριστα ροκ άλμπουμ, που οφείλει τα μέγιστα στην αμερικανική, παλιομοδίτικη εκδοχή της σχετικής κληρονομιάς, όπως αυτή σμιλεύτηκε και παραδόθηκε στους μελλοντικούς, φιλόδοξους μουσικούς προς απεριόριστη (κατά)χρηση εκεί γύρω στα τέλη των 1960s-αρχές των 1970s. Την ίδια στιγμή, όμως, η δομή και η λογική που χαρακτηρίζει το σύνολο, καθώς και η όλη αισθητική του δίσκου, φέρνει άκοπα στο μυαλό τους Τεξανούς μάστορες του ρετρομοντέρνου γκαραζοψυχεδελικού ροκ White Denim: ειδικά στο δυναμικό single “This Feeling” ή/και στην εισαγωγή του “Can’t Fight”, νιώθεις πως η πλάστιγγα γέρνει προς το ψυχρό κοπιάρισμα, παρά προς τη δημιουργική άντληση ιδεών.

Αλλά η αλήθεια είναι πως το αποτέλεσμα φέρει αδιαπραγμάτευτα την υπογραφή των Whereswilder. Ό,τι δανείζονται, εν τέλει το οικειοποιούνται με χαρακτηριστική ευκολία και το περνάνε από την ολόδικιά τους κοσμοθεωρία.

Κομμάτια έτσι όπως το αναγκαία βρώμικο (σχεδόν τελετουργικό) “Going Down Again” μαρτυρούν το δέσιμό τους ως σχήμα, ενώ η καλειδοσκοπική μπαλάντα “Τhe Love There Ιs” και το χίπικο μελόδραμα “What You Need” φανερώνουν τον εμπλουτισμό των συνθετικών τους αρετών, όπως και των στιχουργικών τους ικανοτήτων. Παραδόξως, το κομμάτι-γέφυρα μεταξύ του ντεμπούτο τους και της 2ης δουλειάς τους είναι εκείνο με το οποίο κλείνει το Hotshot (“Ago”)· κάτι πάντως που δεν θα πρέπει να ενοχλεί κανέναν, καθώς διαθέτει big sound και ονειρικές κιθάρες. Με την ευκαιρία, να σημειωθεί ότι η εξαίσια παραγωγή του Αλέξανδρου Μπόλπαση προσδίδει τον απαραίτητο ηχητικό χώρο, ενώ υπάρχει κι ένα υπνωτικό σόλο για το οποίο δεν θα παραπονιόταν κανείς αν κράταγε μερικά λεπτά παραπάνω.

Σε κάθε περίπτωση, σε μία εποχή στην οποία η έννοια «ροκ» μοιάζει πιο ασαφής και άσχετη από ποτέ στα μουσικά πράγματα, οι Whereswilder παραδίδουν ένα άλμπουμ που τουλάχιστον σέβεται τις βασικές παραδοχές του όρου. Έστω κι αν πιάνεις τον εαυτό σου να διψάει για δυο-τρεις στιγμές μουσικής εφευρετικότητας παραπάνω.

{youtube}CRo-jHhQyxY{/youtube}

 

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured