Πώς να γράψεις ωραία τραγούδια στην κουρασμένη και κορεσμένη εποχή μας; Πώς θα καταφέρεις καταρχάς να μην βουλιάξεις στον λάκκο με τα κλισέ, εντός μιας φόρμας η οποία φαίνεται να έχει φορεθεί με κάθε πιθανό συνδυασμό; Μια λύση, όπως σωστά επισημαίνει ο Φώντας Τρούσας γράφοντας αλλού για τον ίδιο δίσκο (αλλού, δηλαδή εδώ), είναι η επιστροφή στα βασικά, η εμπιστοσύνη στην απλότητα και στην ταπεινότητα των υλικών σου: σε μια απλή μελωδία, σε μια ενορχήστρωση η οποία κρατάει τα πράγματα σχεδόν στο ψιθυριστό, σ' ένα λιτά εκφρασμένο νόημα σε επίπεδο μουσικής, στιχουργίας ή συναισθημάτων.
Κι αν με αυτόν τον τρόπο η μουσική χάνει την ευκαιρία της να γίνει «πρωτότυπη» και «ιδιαίτερη» (έννοιες, ούτως ή άλλως, σχετικές), ο τραγουδοποιός Coti K. καταλήγει, όλως παραδόξως, με τραγούδια προσωπικά. Τραγούδια που δεν επιδιώκουν να εντυπωσιάσουν το φιλοθεάμον κοινό, ούτε να καταταχτούν ντε και καλά με βάση το πλούσιο βιογραφικό του δημιουργού τους (το οποίο μπορεί και συμπεριλαμβάνει την παραγωγή δίσκων των Στέρεο Νόβα, την πορεία του με τους Mohammad και προσωπικές πειραματικές απόπειρες, μουσικές για θέατρο ή κινηματογράφο και διάφορα άλλα). Όλα παίζουν τον ρόλο τους, βέβαια· όλα όμως κωδικοποιούνται στην τελική σε ένα βλέμμα, στο προσωπικό εκείνο σημείο της θέασης απ’ όπου ο τραγουδοποιός μετράει τον χώρο και τον χρόνο. Από εκεί ξεκινάνε τα τραγούδια, τουλάχιστον τα συγκεκριμένα.
Ένα βλέμμα μισού αιώνα κι εκείνο, όπως ο ήλιος του τίτλου. Και ένας δίσκος ο οποίος γράφτηκε μεταξύ Αθήνας και Τήνου και ευεργετείται από τη ρευστή εδαφικότητα που εννοεί αυτό το «μεταξύ»· ούτε εδώ, ούτε εκεί, αλλά ταυτόχρονα και εδώ και εκεί, αφού πάντα από κάπου φεύγεις και πάντοτε κάπου πηγαίνεις. Από την αρχή, μάλιστα, ο Άνθρωπος από τη Μανάγρα θέτει τα πράγματα στη βάση τους. «I was hoping to meet a sailor», τραγουδά, βάζοντας δίπλα-δίπλα στην ίδια φράση τις ρομαντικές ιδιότητες του ναυτικού (δηλαδή ενός ανθρώπου που θρέφεται από την ανοιχτότητα του πελάγους), τη ματαίωση που φέρει η χρήση του παρελθοντικού χρόνου, αλλά και την προσμονή κάποιου που, παρά τα 50 καλοκαίρια του, επιμένει ακόμα να ελπίζει ότι η «αδερφή ψυχή» δεν είναι μονάχα μία ρομαντική ουτοπία της εφηβείας του: «I was hoping to meet a sailor / like me / … / or like you».
Ένας παράξενος συνδυασμός μελαγχολίας και ελπίδας, μοναξιάς και συντροφικότητας, ματαιώσεων και υποσχέσεων· να μερικά ακόμα «μεταξύ» στα οποία κινείται το Half Α Century Sun. Δεν υπάρχουν εκρήξεις θυμού ή πικρίας· ούτε βέβαια η έξαψη εκείνη του ακράτητου ενθουσιασμού. Υπάρχει όμως η συνομιλία τους, μια είδους συμφιλίωση με τα καλώς και τα κακώς κείμενα που προσφέρει στην καλή της εκδοχή η ωριμότητα. Κι έτσι, παρότι οι εντάσεις γενικώς αποφεύγονται, η μουσική διατηρεί ένα νεύρο, έναν ευχάριστο παλμό και μια ζεστή πνοή.
Στο τελευταίο, συμβάλει και το γεγονός ότι ο Coti K. ξεκινά με αφετηρία το μπάσο και τη βαρύτονη κιθάρα, δίνοντας έτσι στα τραγούδια του μια θα λέγαμε δομική ζεστασιά και σε επίπεδο συχνοτήτων. Οι απαλές συγχορδίες του μπάσου στο “Sailor”, το χάδι των αρπισμάτων στο “Se Ti Rivedro” ή η θαλπωρή του “Martha’s Home” είναι μερικά από τα σημεία στα οποία η επιλογή αυτή δικαιώνεται πανηγυρικά.
Αλλού, δικαιώνονται διαφορετικές επιλογές (όπως π.χ. στο α-λα-Air “Saviors Οf Τhe World” η επιλογή της συνεργασίας με τον ντράμερ Jim White). Μόνο περιστασιακά τα πράγματα ίσως να ατονούν λιγάκι (π.χ. στο “Because Οf You”), μικρό όμως το κακό. Άλλωστε, είπαμε, ο δίσκος δεν επιδιώκει τις μεγάλες συγκινήσεις· η ρευστότητα εκείνου του «μεταξύ» και η ζεστασιά της συμφιλίωσης, του είναι αρκετά.
{youtube}q9lfciuczcs{/youtube}