Ο Αποστόλης Αρμάγος κάνει την έκπληξη με την 4η δουλειά που υπογράφει στα 4 χρόνια στα οποία δραστηριοποιείται δισκογραφικά. Και το λέω αυτό τόσο ως προς το τι έρχεται να προσφέρει ηχητικά, όσο και για το πόσο μεγαλώνει τον πήχη των προσδοκιών με αυτό του το ταξίδι Στην Άλλη Όχθη.
Κατά μία έννοια, ο Αρμάγος πράγματι αλλάζει ...όχθη, σε σχέση με όσα ξέραμε για εκείνον από τους 2 δίσκους που έχει βγάλει με την Ξένια Ροδοθεάτου ή από το περσινό άλμπουμ με τον Νίκο Βενετάκη. Ενώ δηλαδή μέχρι τώρα φαινόταν να απλώνει τα δίχτυα του προς μια ελληνική τραγουδοποιία που είχε εγκολπώσει τις Δυτικές ηλεκτρικές μνήμες και τη ντόπια έντεχνη παρακαταθήκη –φτάνοντας ως τις νεοπαραδοσιακές ευαισθησίες, στην περίπτωση του Βενετάκη– εδώ μας «υποχρεώνει» να τον δούμε ως συνθέτη έξω από πάσης φύσης στεγανά. Και κυρίως ως έναν παίκτη ικανό να ανακατέψει την τράπουλα.
Το εκπληκτικό με το συγκεκριμένο άλμπουμ είναι ότι διαρκεί περίπου ένα τέταρτο. Μόλις ένα τέταρτο, είναι όμως τόσο πυκνή η εμπειρία, ώστε να αισθάνεσαι πως άκουσες ένα πλήρες έργο, φτάνοντας στο φινάλε. Είναι μάλιστα τόσες οι μικροπτυχές, τόσο χλιδανό το πλήθος των δημιουργικών λεπτομερειών, ώστε ακόμα και κομμάτια με διάρκεια ενάμιση λεπτό αποκαλύπτουν όλο και περισσότερα, όσο τους δίνεις χρόνο ακρόασης. Υπάρχει δηλαδή μια θαυμαστή οικονομία εδώ, σε αγαστή σύμπνοια με την ελλειπτική δωρικότητα που διακρίνει τους επιγραμματικούς στίχους του ποιητή Τάκη Μιχόπουλου.
Ναι, έχουμε μελοποίηση ποίησης στην Άλλη Όχθη, με μια φρέσκια όμως αντίληψη, που σε τίποτα δεν θυμίζει τις στεγνές, κουρασμένες απόπειρες όσων φυτοζωούν στη σκιά του Μίκη Θεοδωράκη (κυρίως) και του Μάνου Χατζιδάκι (δευτερευόντως). Ως βασικά «όπλα» του Αρμάγου αναδεικνύονται το πιάνο, τα πλήκτρα και ο προγραμματισμός, με τα οποία οδηγείται σε διαδρομές σύγχρονες, περιπετειώδεις, μακριά από φορμαλισμούς. Αρθρώνει έτσι μια συνθετική «γλώσσα» η οποία βρίσκεται αρκετά κοντά στις ανησυχίες του επίκαιρου πειραματισμού, του είδους που εκκινεί από τη διεθνή ηλεκτρονική εμπειρία (θαυμάσιο παράδειγμα το οργανικό "Αναχωρήσεις"). Μια γλώσσα, θα μπορούσαμε να πούμε, που διαθέτει κάτι από το πνεύμα της Λένας Πλάτωνος της δεκαετίας του 1980, αλλά εκφράζεται με τρόπους οι οποίοι ανήκουν στον 21ο αιώνα.
Το δεύτερο καταπληκτικό με αυτόν τον δίσκο, είναι το πόσο απλά γίνονται όλα τούτα τα «δύσκολα», το πόσο προσανατολισμένα είναι δηλαδή στο να υπηρετήσουν μια μορφή τραγουδιού, αντί να χάνονται σε διανοουμενίστικες αναζητήσεις. Οι επιφάνειες μένουν έτσι καθάριες, εύληπτες, ενώ προς την ίδια κατεύθυνση κινούνται και οι ερμηνείες της Άννας Λινάρδου, η οποία τραγουδάει εξαιρετικά, με αίσθηση του ειδικού βάρους των λέξεων, μα και με ένα διόλου ευκαταφρόνητο συναισθηματικό εκτόπισμα –ακούστε λ.χ. πώς λέει εκείνο το «δεν υπάρχουν πνεύματα», στο "Θέση". Ως μόνη ερμηνευτική αστοχία κατέγραψα το "Επικοινωνιολόγοι", όπου οι λέξεις «φελλέ» και «τουπέ» παρατονίζονται (με αποτέλεσμα να ακούμε «φέ-λλέ» και «τού-πέ»).
Στους καιρούς που ζούμε, ένας τέτοιος δίσκος εκδίδεται σε μόλις 200 αντίτυπα. Νούμερο, πάντως, το οποίο δεν εμπόδισε τους συντελεστές από το να δείξουν μεράκι, φτιάχνοντας ένα εξώφυλλο μακριά από τα χιλιοειπωμένα και τοποθετώντας το CD μέσα σε ένα 6σέλιδο βιβλίο με χοντρές, σχεδόν χαρτονένιες σελίδες, επενδυμένες με ασπρόμαυρα εικαστικά του Νικόλα Χριστοφοράκη. Δεν έχω ιδέα τι τύχη μπορεί να βρει η Άλλη Όχθη στο σκηνικό που έχει διαμορφωθεί την τελευταία 15ετία στην εγχώρια μουσική παραγωγή. Αν πάντως σας λένε ότι δεν βγαίνουν πια καλοί δίσκοι, ας ξέρετε ότι δεν είναι έτσι τα πράγματα. Ζητείτε, και θέλετε ευρεί.
{youtube}YE5mkR3KhCU{/youtube}