«Η παλιά συζήτηση ότι δεν χωρεί συζήτηση σε θέματα γούστου ίσως να είναι σωστή, αυτό όμως δεν πρέπει να μας κάνει ν' αγνοήσουμε το γεγονός ότι το γούστο μπορεί να εξελιχθεί», γράφει στην εισαγωγή του για το Χρονικό Της Τέχνης ο Ernst H. Gombrich. Σχωράτε με που σάς σερβίρω ...κουλτούρα με το καλωσήρθατε, αλλά έχω τους λόγους μου.
Η Σοφία Σαρρή, που λέτε (η φωνή της, για την ακρίβεια), κάποτε δεν ήταν καθόλου του γούστου μου. Την άκουγα ας πούμε στο Second Hand των Night On Earth και κάτι με ενοχλούσε. Ενίοτε πολύ. Και σίγουρα δεν έφταιγε γι' αυτό η άγνοιά μου, καθότι και τη Yoko Ono μου την είχα ακούσει, και στη Björk είχα εντρυφήσει και μια κάποια αντίληψη του ευρύτερου χώρου των φωνητικών ακροβασιών –στους οποίους αρέσκεται η ερμηνεύτρια– είχα.
Τώρα, ακούγοντάς τη στα τραγούδια του Euphoria, η διάθεσή μου απέναντι στον τρόπο ερμηνείας της είναι εντελώς αντιδιαμετρική. Και νομίζω ότι αυτό δεν έχει να κάνει τόσο με τη διεύρυνση των προτιμήσεών μου (ούτε θα μπορούσα να πω ότι απλώς τη συνήθισα), αλλά περισσότερο με την εξέλιξη του δικού της γούστου και τρόπου. Νομίζω, δηλαδή, ότι η Σαρρή έχει διανύσει πολλά χιλιόμετρα στο μεσοδιάστημα, αγγίζοντας πλέον μια χρυσή ωριμότητα. Ο φωνητικός τομέας ευθύνεται, έτσι, σε σημαντικότατο βαθμό για την απόλαυση που χαρίζει η ακρόαση τούτου του δίσκου.
Θα ήταν εντούτοις άδικο να σταθούμε μόνο στα φωνητικά της προσόντα, τη στιγμή που εδώ καταθέτει για πρώτη φορά δικές της συνθέσεις –και μάλιστα ιδιαίτερα αξιόλογες. Με θεματολογικό άξονα μια οικολογική ευαισθησία, τα τραγούδια αυτά αποτελούν άνοιγμα προς έναν φυσιολατρικό κόσμο, ο οποίος ενσαρκώνεται μέσα από μία ως επί το πλείστον «νωχελική», αλλά πάντα λειτουργική και ουσιώδη, μελωδικότητα. Η οποία, με τη σειρά της, δίνει αβάντα σε μια ενορχηστρωτική λογική που παντρεύει μαεστρικά την κρητική λύρα, τα σύνθια και τα μοντέρνα ηλεκτρονικά με τις γαλήνιες θάλασσες των εγχόρδων.
Ενδεχομένως, αν στύψεις αρκετά τη σκέψη σου, μπορείς να βρεις πράγματα να «προσάψεις» στο παρθενικό τούτο πόνημα της Σαρρή. Θα ήθελες ας πούμε να σε απασχολούν περισσότερο οι στίχοι, καθώς ακούς. Ίσως να μη βοηθάει ως προς αυτό η ambient λογική στην οποία κινείται πολλές φορές το άλμπουμ, με τη φωνή να μην «προεξέχει», αλλά να παραμένει πακτωμένη στον συνολικό ήχο. Φυσικά παίζει ρόλο και η γλώσσα: ακόμα κι εκείνο το «fuck the righteous» στο “Cuckoo”, περνάει χωρίς αντίκτυπο και χρειάζεται να φτάσεις στην αυλαία για να σε γρατζουνίσει ο "Λύκος", καθότι γρυλίζει στα ελληνικά. Επιπλέον, ίσως θα περίμενε κανείς από ένα (πρώην;) μέταλλο κάποιες παραπάνω «ενοχλητικές» αιχμές στον ήχο, μία μεγαλύτερη ροπή προς τα άκρα.
Όλες οι παραπάνω ενστάσεις, πάντως, έχουν να κάνουν λίγο-πολύ με τις προσδοκίες και τις προκαταλήψεις του καθενός, γεγονός που τις αποδυναμώνει τελικά. Προσπερνώντας τις, λοιπόν, το Euphoria αποκαλύπτεται ως πόνημα με ενίοτε αξιοθαύμαστη συνοχή, ως προς το πώς τα συστατικά στοιχεία του λειτουργούν προς έναν συγκεκριμένο αισθητικό στόχο. Με δεδομένο το εύρος και το πλήθος των πηγών από τις οποίες αντλεί το εγχείρημα, ένα τέτοιο αποτέλεσμα όχι απλώς δεν είναι προφανές, αλλά μάλλον φαντάζει ως άθλος.
{youtube}OqTw8DeBI3s{/youtube}