Ακούω και ξανακούω το νέο, 3ο στη σειρά, άλμπουμ του Θεσσαλονικιού Αντώνη Σουσάμογλου.
Ακούω και ξανακούω, παρότι θεωρώ επικίνδυνο να έρχεται κανείς υπερβολικά κοντά με ένα έργο προκειμένου να το κριτικάρει. Θέλω, όμως, να είμαι ιδιαίτερα προσεκτικός στην προκειμένη περίπτωση. Βλέπετε, για το One Night Stand, την προηγούμενη, πολυσυμμετοχική εργασία του συνθέτη (2011), έγραψα κάποτε μια κριτική στο αδελφό έντυπο Sonik, απονέμοντάς της μόλις 2,5 από τα 5 αστέρια της βαθμολογικής κλίμακας του περιοδικού. Έκτοτε έχω την επίμονη αίσθηση ότι την αδίκησα, αν και δεν έχω επιστρέψει ξανά εκεί για να σιγουρευτώ.
Το Ποιητές Με Hangover, παρότι είναι ένα σαφώς πιο ολιγαρκές σε επίπεδο συμμετοχών άλμπουμ, ως επί το πλείστον ακολουθεί τα βήματα του προκατόχου του: χρησιμοποιεί διάφορα στυλ και διαθέσεις, προκειμένου να περιγράψει εικόνες, να αφηγηθεί ιστορίες ή να εξομολογηθεί όσα κρύβονται στα βάθη της ψυχής του δημιουργού του. Η τραγουδοποία του Σουσάμογλου παραμένει ιδιαίτερα ηλεκτρισμένη, πάντα στην τσίτα ή βουτηγμένη στην απελπισία.
Ακούω και ξανακούω τα 13 τούτα τραγούδια και φοβάμαι ότι έχω το ίδιο «πρόβλημα» που είχα και με το One Night Stand –ενώ δηλαδή ακούω την προσπάθεια, τη γνώση και την τεχνική που έχουν επενδυθεί στη γραφή και την ηχογράφησή τους, δεν ακούω την ψυχή. Ενώ πιάνω την υπαρξιακή αγωνία των στίχων, τα αμείλικτα ή ρητορικά ερωτήματά τους, το δράμα ή τον κυνισμό που κρύβεται στα υπονοούμενά τους, δεν λαμβάνω πάντα την αναμενόμενη αύρα από το «κούμπωμά» τους με τις μελωδίες. Κι όσο κι αν προσπαθεί ο ικανότατος Νίκος Κατικαρίδης να συμπληρώσει τα «κενά» με τις όλο δραματικότητα ερμηνείες του, εγώ μένω ολίγον παγοκολόνα.
Το ξαναλέω, ωστόσο –πρέπει να φανώ προσεκτικός. Πώς μπορώ να είμαι σίγουρος πως δεν φταίω εγώ για την αποστασιοποίησή μου; ΟΚ, δεν εντοπίζω εδώ ό,τι οι εφευρέτες της σχολής στην οποία εντάσσεται ο Σουσάμογλου αποκαλούν «hook». Αν, όμως, αυτός ακριβώς είναι ο στόχος του; Να φτιάξει δηλαδή τραγούδια τα οποία, ενώ ακολουθούν μια λαϊκή φόρμα, δεν παραδίνονται σε όλα της τα στάνταρ μα προτάσσουν μια ελλειπτική, «ωσεί παρούσα» λογική στο μελωδικό σκέλος; Ο Αντώνης Σουσάμογλου είναι άλλωστε και εξάρχων βιολιστής της Κρατικής Ορχήστρας Θεσσαλονίκης, και στον «άλλο» εκείνο κόσμο επικρατούν διαφορετικές αντιλήψεις περί σύνθεσης και ενορχήστρωσης και περί της μεταξύ τους σχέσης.
Κι έπειτα είναι κι εκείνες οι διόλου αμελητέες περιπτώσεις όπου ο συνθέτης πράγματι πετυχαίνει αυτό που εγώ περιμένω. Όπως στο μαγευτικό “Charlie Brown”, το ωραιότερο τραγούδι που δεν έγραψε (αλλά ερμηνεύει υπέροχα εδώ) ο Φοίβος Δεληβοριάς. Ή όπως στο "Πρωτοχρονιά Στη Νέα Υόρκη", το οποίο εκτός των άλλων αποδεικνύει ότι ο Σουσάμογλου μια χαρά θα μπορούσε να λέει ο ίδιος όλα του τα κομμάτια. Ή στο “Last Call”, μια Tom Waits-ιανή στιγμή με αυτοσαρκασμό και νουάρ ατμόσφαιρα.
[...]
Ακούω και ξανακούω το Ποιητές Με Hangover, και πια μπορώ να πω ότι έχω εισέλθει εντελώς στο κλίμα και στη νοοτροπία του. Πλέον έχω καταλάβει τι είναι αυτό που κάνει ο Αντώνης Σουσάμογλου, έχω τρυπώσει στον περίκλειστο κόσμο του, έχω κατανοήσει πώς αντιλαμβάνεται τη φόρμα του τραγουδιού και τι ζητάει από εκείνη.
Ελπίζω μόνο να μην οφείλονται όλα αυτά στην υπερβολική εξοικείωση, στην πλύση εγκεφάλου διά της ακροάσεως. Γιατί τότε και πάλι αδικία θα έχω διαπράξει.
{youtube}CGyoVBCxrtM{/youtube}