Ο Αλέξανδρος "The Boy" Βούλγαρης επιστρέφει στην προσωπική του δισκογραφία, μετά από 3 σχεδόν χρόνια· επιστρέφει, αν και ενδιαμέσως δεν είχε μείνει άπραγος, καθώς είχε κυκλοφορήσει τη συνεργασία του με τον Κτίρια Tη Νύχτα, τον δίσκο Αγόρι Γιώργος –συνεργασία η οποία συνεχίζεται και εδώ, με τον τελευταίο να συνεισφέρει τόσο στο επίπεδο της παραγωγής, όσο και σ’ εκείνο της οργανικής επιτέλεσης. Επιστρέφει επίσης και στον ελληνικό στίχο, μετά την αγγλόφωνη απόπειρα του American Unicorn (2013). Και κάνει πολύ καλά, καθώς είναι ένας καλλιτέχνης του οποίου ο λόγος αφορά το εδώ και το τώρα, οπότε αυτή η ωμή ελληνική που συνήθως χρησιμοποιεί νομίζω πως του είναι κάτι παραπάνω από απαραίτητη.

Το Έτοιμοι Ένα γράφτηκε υπό το πρίσμα της εξής κεντρικής ιδέας: εκείνη περιμένει στον σταθμό των τραίνων με μια βαλίτσα γεμάτη παρελθόν και το μυαλό κολλημένο στη φράση: «φεύγα όσο είναι καιρός» (“Ντρεντ”). Αναλύει και αυτοαναλύεται, μέχρι να συναντήσει εκείνον, τον επιβάτη του τραίνου, τον συνοδοιπόρο της για την επόμενη στροφή. Το Έτοιμοι Ένα είναι η ιστορία της, το Έτοιμοι Δύο –το οποίο πρόκειται να κυκλοφορήσει συντόμως– θα είναι η δική του· ο σκοπός, τα τραγούδια τους να ολοκληρωθούν διά της ενώσεως και οι δύο να φύγουν μαζί με το πρώτο τραίνο.

Μια έξυπνη γενική ιδέα, αν σκεφτεί κανείς ότι μπορεί να λειτουργήσει σε δύο επίπεδα: αφενός να δώσει στην αφήγηση μια σαφή κατεύθυνση (συναισθηματική ή άλλη), αφετέρου να δημιουργήσει ένα πλαίσιο αναφοράς αρκετά ευρύ, ώστε να μπορεί να φιλοξενήσει τους προβληματισμούς του Βούλγαρη σχετικά με το τι σημαίνει το «σχετίζεσθαι» στην Αθήνα του 21ου αιώνα. Και, προφανώς, ο άνθρωπος που κατέγραψε τη διαδρομή του μετρό Εθνική Άμυνα-Σύνταγμα με τον τρόπο που ακούσαμε στο “Είμαι Αυτός” (από το Κουστουμάκι του 2010), δεν γινόταν να αφήσει στην απ’ έξω τους τελευταίους και να γράψει ένα ανέφελο love story.  

Συναντάμε έτσι μια γενιά η οποία στέκεται κάπως άβολα σ’ ένα πολλαπλώς μεταιχμιακό σημείο: μεταξύ της νεότητας και της «μέσης» ηλικίας, αλλά επίσης μεταξύ ενός αναλογικού κόσμου –προσαρμοσμένου ακόμα στους κανόνες της άμεσης συναναστροφής– και ενός ψηφιακού, ο οποίος μοιάζει να μπερδεύει διαρκώς το μέσο με το μήνυμα.

Ο Βούλγαρης μας μεταφέρει λοιπόν τα άγχη της γενιάς (του), τις ανασφάλειές της, τα σαρκικά ή άλλα ξοδέματα, τις απογοητεύσεις και τις ματαιώσεις της (π.χ. ο στίχος απ’ το “Κακό Μυστικό”: «μας ενώνει η μοναξιά που έσκισε κώλους και σ’ αυτή τη γενιά»)· επίσης την ελπίδα πως, παρά ταύτα, κάπου θα υπάρχουν «αυτοί που θέλουν στο κενό αγκαλιά να σε πάρουν» (στο “Σουπερμπλέ Υγρό”), αλλά και την ξενότητά της μέσα σ’ έναν κόσμο τον οποίον δυσκολεύεται να αναγνωρίσει: ακούμε π.χ. τον “Αγνό Γκάλη” να ξεκινάει με τους στίχους «Τι πλάσματα είναι αυτά που περνάνε έξω απ’ το παράθυρό μου; / πια δεν γνωρίζω καν τις ονομασίες τους και δεν μπορώ να βρω καμιά / ομοιότητα με τα πλάσματα με τα οποία μεγάλωσα», για να ολοκληρώσει την πρώτη εν λόγω αράδα με το: «δεν βλέπω μάτια να με κοιτάνε / τους κάνω κωλοδάχτυλο μα δεν αντιδράνε».

Σαφής και εύστοχη η κριτική, ωστόσο εδώ ίσως βρίσκεται και μια παράπλευρη παγίδα, την οποία ο Βούλγαρης δεν αποφεύγει εντελώς. Διότι ορισμένες φορές χρησιμοποιεί –δίκην επιχειρήματος– ένα συναισθηματικοποιημένο παρελθόν, με ανθρώπους υποτίθεται πιο αγνούς, πιο ανόθευτους στις εκφράσεις τους1987 / καιρός να γαμηθούμε / ξανά»), ίσως και πιο αυθεντικούς, πάντως κάποιους που σίγουρα θα του αντιγύριζαν ευχαρίστως εκείνο το κωλοδάχτυλο. Απ’ την άλλη, αυτή η εμφανής αντίθεση στρέφει περισσότερο τα βέλη της στο τώρα, από το οποίο αξίζει να δραπετεύσει κανείς· δεν χρησιμοποιείται τόσο για να νοσταλγήσει το τότε. Άλλωστε, αν ακολουθήσουμε την αφήγηση, η κεντρική ηρωίδα του δίσκου βρίσκεται σε μια ιδιαίτερη χρονικότητα, όπου το ακριβές παρόν είναι απλώς αναμονή για το μέλλον και το ευρύτερο παρόν είναι ήδη παρελθόν, χωμένο μέσα στις αποσκευές της.

Μουσικά τώρα, ο δίσκος καταφέρνει και ακολουθεί αρκετά πειστικά την αφήγηση. Έτσι κι αλλιώς, η γραφή του Βούλγαρη είναι αρκετά ευέλικτη για να μπορεί να ανταποκριθεί στις δεδομένες ανάγκες και να επεκταθεί πότε σε πιανιστικές μπαλάντες (“Μητέρα”), πότε σε μια σύγχρονη ποπ (“Απαιτώ”) ή σε μελαγχολικά ηλεκτρονικά (“Αγνός Γκάλης”), άλλοτε σε επιθετικά, σχεδόν industrial ξεσπάσματα (“Επιχείρηση Αρετή”) ή σε ρυθμούς που δείχνουν προς τη μεριά του ρεμπέτικου (“Ντρεντ”). Ίσως να μην είναι το ίδιο πετυχημένη σε όλα αυτά τα πεδία –π.χ. οι μπαλάντες έχουν την τάση να γίνονται κάπως γλυκερές– αλλά πάντοτε υποστηρίζονται επαρκώς. Αφήστε που γενικώς ο Βούλγαρης χρησιμοποιεί (ενίοτε μαεστρικά) την αμφισημία, την ειρωνεία, ακόμα και τον κυνισμό. Στοιχεία που βάζουν εκ των προτέρων τα πράγματα σε ένα ευρύτερο διαλεκτικό πλαίσιο και μπορούν έτσι να ζωντανέψουν ακόμα και την πιο πεθαμένη μπαλάντα.

Ως σύνολο, στιχουργικά και μουσικά, ο Βούλγαρης αποδεικνύει ξανά πως μπορεί να αφουγκραστεί το παρόν του, να παίξει μαζί του, να το προκαλέσει, να το φτύσει, να το χλευάσει, αλλά και να βρει μέσα του τα στοιχεία εκείνα που μπορούν να διατηρήσουν το κερί της ελπίδας αναμμένο. Όσο μεγάλα ή –κυρίως– όσο μικρά κι αν είναι αυτά. Εξ ου και κλείνει τον δίσκο με το δίστιχο: «Μπορεί να μη σου φανεί σημαντικό / Θέλω να μάθω να φτιάχνω το αγαπημένο σου παγωτό».

{youtube}n7DkFy_oM_w{/youtube}

 

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured