Την εποχή που άρχισε να ακούγεται το όνομα του Σπύρου Γραμμένου, ομολογώ ότι δυσκολευόμουν να πιάσω το «νόημα», καθότι τα τραγούδια που έβρισκα στο YouTube δεν δικαιολογούσαν την όλη φασαρία. Το πράγμα έγινε όμως κάπως πιο ξεκάθαρο όταν τον είδα ζωντανά και ήρθα σε επαφή με τη στάση και το ταμπεραμέντο του πάνω στη σκηνή: εκεί, πράγματι, κατάλαβα τι ήταν αυτό που τον έκανε τόσο δημοφιλή. Εντούτοις, οι ενστάσεις μου για τα τραγούδια του παρέμεναν.
Στο 3ο του άλμπουμ –και πρώτο του σε «μεγάλη» εταιρεία– ο Γραμμένος με πείθει για πρώτη φορά και με τις ηχογραφήσεις του. Όχι επειδή φτιάχνει έναν δίσκο αψεγάδιαστο ή ριζικά διαφορετικό σε σχέση με τους προηγούμενους. Αλλά, κυρίως, επειδή δίνει περισσότερο βάρος σε τραγούδια που δεν αβαντάρουν τη «διασκεδαστική» του πλευρά, αλλά, αντίθετα, προβάλλουν μιαν ευαισθησία και μια τρυφερότητα μάλλον πρωτόφαντη για εκείνον.
Πράγματι, από την έναρξη κιόλας με το "Τι Με Κοιτάς;" (μια βινιέτα που θα μπορούσε να λειτουργήσει εξίσου καλά και ως κλείσιμο), ο Γραμμένος βρίσκει στόχο στην καρδιά και στην ανθρωπιά του ακροατή. Πράγμα που επαναλαμβάνει και με τα "Οι Φίλοι" και "Δεκάξι", τραγούδια τα οποία αγγίζουν θέματα όπως η μετανάστευση, η προσφυγιά και η κατάρρευση του κοινωνικού περίγυρου, μιλώντας μέσα από ένα βιωματικό πρίσμα, με μια αμεσότητα διόλου εύκολη ή προφανή. Το "Αμυγδαλάκι" είναι μία ακόμα δυνατή και συγκινητική στιγμή, πραγματευόμενη την απώλεια του πατέρα του τραγουδοποιού, ενώ διόλου τυχαία δεν πρέπει να θεωρείται η διασκευή στο "Είπα Στον Κόκορά Μου" (Μάνος Λοΐζος/Νίκος Τσιμπουρλιάνος), ενός τραγουδιού με συμβολισμούς που άπτονται του σήμερα.
Στον υπόλοιπο δίσκο, όμως, κυριαρχεί και πάλι το γνωστό χιουμοριστικό στυλ του Γραμμένου. Ένα στυλ το οποίο συνήθως εξαντλείται σε ένα παιχνίδι με το λεξιλόγιο και στην περιγραφή μιας ιστορίας ή κατάστασης, χωρίς να οδηγείται κάπου η όλη ιδέα. Στο "Τύπος Αθλητικός", για παράδειγμα, έχουμε την αντίστιξη ανάμεσα στην ιδεατή εικόνα του εαυτού του και στην ...πεζή πραγματικότητα, δοσμένη χαριτωμένα μεν, αλλά με προοπτική πρώτου επιπέδου, πράγμα που αφαιρεί ενδιαφέρον από επόμενες ακροάσεις.
Τα ίδια, πάνω/κάτω, θα μπορούσε κανείς να παρατηρήσει και για τα "Λιπαρά", για το "Ο Κύριος", αλλά και για το "Για Download Είμαι Free", στο οποίο συμμετέχει η Ρίτα Αντωνοπούλου. Όλο κάτι πάει να πει ο Σπύρος Γραμμένος, αλλά τελικά είτε δεν το λέει, είτε ο τρόπος με τον οποίο το λέει σε φέρνει αντιμέτωπο με το προφανές ή το επουσιώδες. Ομολογουμένως, δεν τον βοηθούν οι κάποιες φορές απλοϊκές μελωδίες του, ούτε και οι ενορχηστρώσεις που έχει φτιάξει με τη βοήθεια των Βασίλη Λαγδά & Χρήστου Καλκάνη, οι οποίες εξαντλούνται συνήθως σε ένα ...βαρετό βαριετέ, αναπαράγοντας απλώς τα εξωτερικά χαρακτηριστικά των διαφόρων στυλ που χρησιμοποιεί (hard rock, μπαλάντα, λαϊκό κτλ.). Το πλέον ενδεικτικό σημείο της ανισότητας τούτης της δουλειάς είναι εκείνο όπου την ιντριγκαδόρικη επαναδιατύπωση ενός κλασικού παραμυθιού ("Ο Νηστικός Δείπνος") διαδέχεται ένα νέτα-σκέτα κακό τραγούδι ("Ατύπωτα").
Παρά ταύτα, το 16 δεν επιτρέπει πια την απόρριψη του Σπύρου Γραμμένου ως ενός ακόμα καλαμπουρτζή, ενός ακόμα τραγουδοποιού που θέλησε να γίνει ο νέος Τζίμης Πανούσης με ολίγη από Φοίβο Δεληβοριά, μα δεν του βγήκε. Κι αυτό γιατί κάποια από τα νέα του δημιουργήματα φωτίζουν την προσωπικότητά του από διαφορετική γωνία, αποκαλύπτοντας πτυχές που δεν ήταν τόσο ευδιάκριτες προηγουμένως. Δεν ξέρω ασφαλώς πόσο εύκολο θα είναι για τον ίδιο να απεμπολήσει τις ήδη γνωστές (και εξαντλημένες, κατά πώς δείχνουν εδώ τα πράγματα) πλευρές του για χάρη των λιγότερο δημοφιλών, αλλά σαφώς ουσιωδέστερων προβληματισμών του. Καιρός είναι, όμως, να τον θέσουμε προ των ευθυνών του. Κάτι που κάνουν, άλλωστε, και τα καλύτερα από τα τραγούδια του νέου του δίσκου.
{youtube}djlLmPJ0tE0{/youtube}