Δεν ξέρω αν θυμάστε, αλλά υπήρξε μια περίοδος –όχι πολλά χρόνια πριν– που λέγαμε συνέχεια ότι δεν γράφονται πια λαϊκά τραγούδια. Ακόμα και καλλιτέχνες τους οποίους είχαμε γνωρίσει μέσα από το συγκεκριμένο ρεπερτόριο, βγήκαν τότε να πουν ότι το λαϊκό είχε κλείσει τον κύκλο του. Δεν ξέρω επίσης αν το προσέξατε, αλλά αυτές οι συζητήσεις έχουν κοπάσει πια, καθώς σταδιακά άρχισαν να καταπιάνονται με το λαϊκό όχι μόνο εκείνοι που δεν μπορούσαν να κάνουν αλλιώς (οι παλιοί δηλαδή), αλλά και οι νεότερες γενιές δημιουργών.
Ένας δίσκος που ξεχώρισε από αυτό το κύμα επιστροφής στις ρίζες ήταν το Καινούριο Φιλί (2014) του Θέμη Καραμουρατίδη, με ερμηνεύτρια τη Γιώτα Νέγκα. Ήταν δουλειά με μια σπάνια ισορροπία, η οποία χρησιμοποιούσε με οικονομία τα μέσα της, φτάνοντας σε ένα αποτέλεσμα που χαρακτηριζόταν από μεστότητα και –τηρουμένων των αναλογιών– πηγαιότητα. Ο Τελευταίος Εαυτός αποτελεί ουσιαστικά τη συνέχεια εκείνης της εργασίας, με τον Καραμουρατίδη να μελοποιεί στίχους του Οδυσσέα Ιωάννου (ο οποίος συμμετείχε και στο Καινούριο Φιλί, ως ένας όμως από τους πολλούς στιχουργούς) και τη Γιώτα Νέγκα να καλείται και πάλι να σταθεί στο μικρόφωνο.
Να το ξεκαθαρίσω εξ αρχής: δεν θεωρώ ότι επαναλαμβάνεται στο καλλιτεχνικό κομμάτι η επιτυχία της προηγούμενης προσπάθειας των συντελεστών. Πιστεύω μάλιστα ότι, ένα προς ένα να πιάσεις τα ατού εκείνου του δίσκου, αν τα αναζητήσεις εδώ θα τα βρεις κουτσουρεμένα: οι μελωδίες ηχούν λιγότερο αυθεντικές, οι στίχοι όχι τόσο μεστοί, οι ενορχηστρώσεις πιο πληθωρικές αλλά όχι το ίδιο ακριβείς. Νομίζω λοιπόν ότι τούτη τη φορά η προσπάθεια στον δημιουργικό τομέα υπήρξε συνολικά λιγότερο συγκεντρωμένη: Καραμουρατίδης και Ιωάννου παραδίδονται πολύ πιο εύκολα σε συνταγές, όπως και στις δικές τους ευκολίες. Κάτι τέτοιο γίνεται πασιφανές σε στιγμές όπως τα “Σ' Εσένα Τρέχω” και “Χώμα Στα Φτερά”.
Θα βρει κανείς πάντως και αρκετά καλά τραγούδια στον δίσκο, έστω κι αν κανένα δεν στέκεται στο ύψος των καλύτερων στιγμών του προκατόχου του –δεν θα συναντήσετε δηλαδή κάτι σαν “Το Δίκιο Μου”. Εντούτοις, συνθέσεις όπως “Τα Τραγούδια Που Λες”, “Και Καλά Κάνω” και “Τελευταίος Εαυτός” είναι αν μη τι άλλο ευπρόσδεκτες, πιάνεις μάλιστα τον εαυτό σου να τις τραγουδάει από την πρώτη κιόλας ακρόαση. Εκτός αυτών, τον ρόλο της παίζει πάντα και η φωνή της Νέγκα, αφού, ό,τι και να τραγουδήσει, τα πατήματά της είναι τέτοια, ώστε σε πείθουν να δώσεις προσοχή.
Επόμενο είναι, όμως, όταν τα τραγούδια δεν σε απασχολούν έντονα κι επιτακτικά, να αρχίσεις να προσέχεις άλλα σημεία. Όπως το γεγονός ότι ο Καραμουρατίδης δεν καταφέρνει να βγει από τη σκιά του ένδοξου παρελθόντος. Αυτό ήταν κάτι που εύκολα έβαζες κάτω απ' το χαλί στο Καινούριο Φιλί, αφού το κλείδωμα μελωδιών και λέξεων, αλλά και ο τρόπος με τον οποίον «έσπαγαν» οι ενορχηστρώσεις το deja vu, εξισορροπούσαν τα πράγματα. Αλλά τώρα βρίσκεσαι να αναρωτιέσαι γιατί ένας νέος και με ικανότητες συνθέτης αποδεικνύεται τόσο συντηρητικός σε κάποια πράγματα.
Σχετικά με τον Οδυσσέα Ιωάννου, μπορείς επίσης να παρατηρήσεις διάφορα. Από τη μία, ως παλιότερος, είναι περισσότερο αναμενόμενο να κυλάει στις εμμονές του –οπότε δεν είναι να αναρωτιέσαι που πάλι μιλάει για ήττες ή έστω για λάθος νίκες. Απογοητεύει όμως το γεγονός ότι πολλοί στίχοι του γυροφέρνουν το θέμα τους, χωρίς να λένε τίποτα επί της ουσίας. Στο ομώνυμο του δίσκου τραγούδι, πάντως, καταφέρνει να σκαρώσει ένα θετικό και ενωτικό ρεφρέν απ' τα λίγα.
Έπειτα από τις παρατηρήσεις, άνετα μπορείς να πας παρακάτω και να αναρωτηθείς: μήπως το λαϊκό τραγούδι και το «λεξιλόγιό» του έκλεισε πράγματι τον κύκλο του, έτσι τουλάχιστον όπως οριοθετήθηκε από τον Βαμβακάρη και τον Τσιτσάνη και πέρασε μετά από τους συνθέτες του 1960 στους νεότερους, εξελισσόμενο χονδρικά μέχρι τη δεκαετία του 1980; Μήπως αυτό που νομίζουμε πως διαφυλάσσουμε φτιάχνοντας τραγούδια α-λα-παλαιά (έτσι δεν προμοτάρονται όλοι οι ανάλογοι δίσκοι;), ό,τι εν συντομία λέμε «ελληνικότητα», χρειάζεται μια τροποποιημένη κιβωτό για να φτάσει στο μέλλον; Μήπως και το ίδιο το περιεχόμενο του όρου «λαϊκό» έχει αλλάξει τα τελευταία 30 χρόνια;
Δεν φιλοδοξώ να απαντήσω εδώ σε τέτοια μεγάλα ερωτήματα. Πιστεύω όμως ότι οι δημιουργοί, πέρα από το να φτιάχνουν 1-2 δίσκους κάθε 1-2 χρόνια (καλώς πράττουν, γιατί από αυτό ζουν), θα πρέπει κάποτε και να αναρωτηθούν τι κάνουν, πώς και γιατί το κάνουν. Γιατί η «λαϊκότητα» δεν αποτελεί ένα κλειστό σχήμα, αλλά κάτι που μπολιάζεται και μεταλλάσσεται μέσα στον χρόνο, νοηματοδοτούμενο ξανά και ξανά. Όπως άλλωστε λέει και σε έναν στίχο του ο ίδιος ο Ιωάννου, «...απ' τα παλιά δεν ξεδιψάμε/ κανείς δε ζει αγάπη μου με χτεσινό φιλί». Άρα, πέρα από το να αναπαράγουμε έναν τρόπο κι έναν ήχο (ή περισσότερους), κάπως, κάποτε, πρέπει όλο αυτό να το πάμε και παρακάτω. Ή μήπως το έχουμε ήδη πάει; Μήπως αλλού βρίσκεται κι αλλού το ψάχνουμε;
Πλατείασα, ίσως, όμως τις αφορμές μού τις έδωσε ο Τελευταίος Εαυτός. Ένας δίσκος αρκετά καλός ώστε να αξίζει να ακουστεί, μα και με μπόλικες χαραμάδες στο ενδιαφέρον του. Χαραμάδες οι οποίες αφήνουν ελεύθερη τη σκέψη να αποσπαστεί.
{youtube}xG8Wzr4Au7g{/youtube}