Δεν ξέρω αν το έχετε προσέξει, αλλά όποτε διαβάζουμε κριτικές (του παρόντος συντάκτη μη εξαιρουμένου) και δελτία τύπου για αγγλόφωνους δίσκους της ημεδαπής, πάρα πολύ σπάνια θα βρούμε κάποια ουσιαστική αναφορά στους στίχους. Κάτι τέτοιο, μακράν από το να μας εκπλήσσει, μοιάζει εντελώς αναμενόμενο από τη στιγμή που πομπός και δέκτης επιχειρείται να επικοινωνήσουν σε μια γλώσσα μη ιδανική και για τα δύο μέρη. Είναι επόμενο κάτι –περισσότερο ή λιγότερο σημαντικό– να χαθεί στη διαδρομή. Και ο νέος δίσκος των Playground Theory (2ος στη σειρά, έπειτα από το Speaking Of Secrets του 2013) δεν ξεφεύγει από αυτή την κάπως στενάχωρη νομοτέλεια.
Καλό είναι, βέβαια, να μην μας διαφεύγει και κάτι άλλο: ότι η ίδια η «αυθεντική» παράδοση στης οποίας τα χωράφια κινούνται οι Playground Theory, δίνει συνήθως λιγότερη σημασία στον λόγο. Κι έτσι μπορεί κανείς να περιηγηθεί στο νέο τους άλμπουμ αρκούμενος στο ό,τι αποσπασματικό ή αφηρημένο έχει να του προσφερθεί από τον στίχο ή πολλές φορές απλά αντιλαμβανόμενος τη φωνή ως ένα ακόμη όργανο. Κατά τη γνώμη μου, οι Playground Theory θα μπορούσαν άνετα να κάνουν ακριβώς αυτό: να γράφουν ορχηστρική μουσική, με την ούτως ή άλλως ικανότατη φωνή της Μάρσιας Ισραηλίδη σε ρόλο σολιστικό.
Αρκετά όμως με τις υποθέσεις και τις «φιλοσοφίες» κι επιστροφή στο ενταύθα. Σε τούτη τη δεύτερη προσπάθειά τους, οι Playground Theory επιχειρούν μια εξέλιξη στα εκφραστικά τους μέσα, κυρίως μέσω της εισαγωγής κάποιων ανατολίτικων νύξεων. Κάτι τέτοιο προσδίδει ένα νέο twist στον ήχο τους, όμως δεν τους οδηγεί σε κάποια ουσιαστική αλλαγή στη λογική την οποία ακολούθησαν στο ντεμπούτο τους. Και πάλι, λοιπόν, κινούνται σε έναν χώρο που καθόλου πρωτότυπα θα μπορούσε να περιγραφεί από όρους όπως «αιθέριος» και «ονειρικός». Ας το πούμε dream pop, για να συντομεύουμε.
Όπως και στο Speaking Of Secrets, η μπάντα πιστοποιεί εδώ μια έκδηλη ικανότητα να σκαρώνει ενίοτε εθιστικές συνθέσεις: το σινγκλ “Rain”, αλλά και τα “Still”, “Little Things” και “Princess” είναι όμορφα κομμάτια, που συνδυάζουν μελωδικότητα με ενδιαφέρουσες και συνάμα αφαιρετικές ενορχηστρωτικές ιδέες. Το πρόβλημα, κατά τη γνώμη μου, είναι ότι αυτό που κάνει η μπάντα δεν «ανοίγει» επαρκώς ώστε να αντέξει στη διάρκεια ολόκληρου του άλμπουμ. Ειδικά στο δεύτερο μισό, η ροή συναντά πολλά προσχώματα και δημιουργείται μια έντονη αίσθηση μονοτονίας. Η οποία έχει σίγουρα να κάνει και με το ότι οι μελωδικές γραμμές –η τονικότητά τους, για την ακρίβεια– οδηγεί τη φωνή στα ίδια μονοπάτια. Επίσης, η πρώτη τους προσπάθεια με ελληνικό στίχο (“Prison Song”), στην οποία διασκευάζουν το ζακυνθινό παραδοσιακό τραγούδι "Φυλακίσια", μάλλον πρέπει να χαρακτηριστεί άστοχη· ειδικά από τη στιγμή που, παραδόξως ίσως, έχει το ίδιο «ελλιποβαρές» αποτέλεσμα με τη χρήση αγγλικού στίχου.
Έδωσα αρκετό χρόνο στο Connect The Dots: άκουσα, το άφησα, επανήλθα. Αλλά παρά την προσπάθεια, δεν κατάφερα ποτέ να ...ενώσω τις τελείες με τρόπο τέτοιον, ώστε να μου αποκαλυφθεί μια εικόνα παραπάνω από συμπαθητική για τη δουλεια των Playground Theory. Νομίζω δηλαδή ότι το συγκρότημα, παρά την πρόθεσή του να εξελιχθεί, παραμένει κατά έναν τρόπο εγκλωβισμένο σε μια «έτοιμη» ταυτότητα, σε ένα συγκεκριμένο στυλ. Οι ικανότητες δεν τους λείπουν, τους λείπει όμως μια πιο βαθιά ματιά στα πράγματα. Μια ματιά που θα τους βοηθήσει να δουν λίγο πιο έξω από τον μικρόκοσμο στον οποίο έχουν επιλέξει να κινούνται μέχρι στιγμής.
{youtube}jqoXLX-97e8{/youtube}