Στην πρώτη σελίδα του booklet που συνοδεύει το αισθητικά (και φυσιολατρικά) έξοχο ντεμπούτο αυτού του πενταμελούς σχήματος από την Αργολίδα, υπάρχει ένα εισαγωγικό σημείωμα για τον «αναγνώστη» του έργου. Αρχικά μας συμβουλεύει να προσεγγίσουμε το Hope ως σύνολο, ενώ στο κλείσιμο μας υπενθυμίζεται πως ο καλύτερος τρόπος για να απολαύσει κανείς έναν concept δίσκο, είναι να δώσει τη δικιά του ερμηνεία σε εκείνον.
Ένας απαραίτητος αστερίσκος αναφορικά με την παραπάνω σκέψη/πρόταση: ο ακροατής είναι ελεύθερος να ξεφύγει εντελώς από το κάδρο μέσα στο οποίο εκτυλίσσεται αυτό το παιχνίδι αλληλεπίδρασης, αν το τελευταίο τον πνίγει και δεν ταιριάζει με τις εικόνες που πλάθονται μπροστά του. Η επιτυχία όμως ενός δίσκου με ένα πολύ συγκεκριμένο αφηγηματικό πλαίσιο/υπόβαθρο, έγκειται στην ικανότητά του να σταθεί τόσο ως ολοκληρωμένη οπτικοακουστική οντότητα, όσο και ως αυθύπαρκτη ηχητική κατάθεση. Δίνοντας τη δυνατότητα στη μουσική να είναι και κέντρο βάρους, μα κι ένα μόνο μέρος του συνόλου· και δίνοντας αφορμές και στον αποδέκτη του ερεθίσματος, ώστε να μην εγκαταλείψει το αρτίστικο όραμα πίσω από το έργο, χωρίς παράλληλα να τον «τιμωρεί» μέσω ποιοτικών εκπτώσεων, σε περίπτωση που επιλέξει να μην ακολουθήσει πιστά την προτεινόμενη διαδρομή.
Η δημιουργική ιδέα του Hope ανήκει στον Δημήτρη Μητρόπαπα, ο οποίος βρίσκεται στα κρουστά και στον γενικό προγραμματισμό του δίσκου. Και πρόκειται για ένα φιλόδοξο και σχετικά πρωτότυπο project (τουλάχιστον για τα εγχώρια δεδομένα), που τελικά πετυχαίνει τον σκοπό του, αλλά μόνο αποσπασματικά: οι ρωγμές βλέπετε στο πάντρεμα concept και συνθετικού περιεχομένου τρίζουν ηχηρά σε ορισμένα σημεία. Η ιστορία μας έχει ως πρωταγωνίστρια τη Melanie, η οποία ξυπνάει (ή κοιμάται;) και βρίσκει τον εαυτό της σε ένα περίεργο δωμάτιο μία φουτουριστικής πόλης, χωρίς να έχει την παραμικρή ιδέα για το πώς έχει καταλήξει εκεί. Το μουσικό υλικό αποτελεί λοιπόν το ηχητικό φόντο στην αναζήτηση της Melanie για το γιατί βιώνει τη συγκεκριμένη περιπέτεια –όπως και της διεξόδου από αυτήν– με το artwork της κυκλοφορίας να εμπεριέχει τόσο λεκτική, όσο και οπτική συντροφιά, δημιουργώντας την αίσθηση μίας ολοκληρωμένης εμπειρίας.
Η σύνδεση των 10 συνθέσεων με τις αντίστοιχες συναισθηματικές καταστάσεις της Melanie άλλοτε διαθέτει βάθος, ψυχική διεισδυτικότητα και υψηλό δείκτη αισθητικής συνοχής κι άλλοτε μοιάζει χαλαρή, άστοχη και εκβιαζόμενη για να ταιριάξει πάση θυσία με την ιστορία. Στην πραγματικότητα, οι ποιοτικότερες στιγμές του δίσκου μπορούν να αναπνεύσουν χωρίς την ανάγκη κάποιας πλοκής ή συγκεκριμένης μουσικής ακολουθίας, ενώ οι πιο αδύναμες βρίσκονται σε αρμονία με το concept, με αποτέλεσμα οι όποιες (πάσης φύσεως) πληγές που ανοίγουν τέτοιες καλλιτεχνικές ανακρίβειες να μοιάζουν πολύ πιο ανώδυνες.
Στην πρώτη κατηγορία ανήκουν τα “Brightest Light” και “The Shift”, δύο συνθέσεις σύγχρονης κλασικής μουσικής, με τα έγχορδα και τα πιανιστικά σκαλοπάτια της πρώτης να δημιουργούν συνεχείς μίνι συναισθηματικές κορυφώσεις και τη δεύτερη να αγκαλιάζει μία prog κοσμοθεωρία, που της χαρίζει επική θεατρικότητα. Στη δεύτερη περίπτωση συγκαταλέγονται ενορχηστρώσεις/γέφυρες που έχουν νόημα μόνο ως μέρη ενός συνόλου, όπως τα “Home Is Where I Am”, “Melanie’s Theme” και “Where The End Begins”, οι οποίες είναι εμβολιασμένες με ηλεκτρονικά στοιχεία μεταμεσονύχτιας αστικής περιπλάνησης (στη λογική του Alphex Twin ή των Boards Of Canada) και αποπνέουν αυτή τη δυστοπική ατμόσφαιρα της πόλης-φάντασμα όπου έχει χαθεί η Melanie.
Τελικά, όμως, το καλλιτεχνικό όραμα των Omega Project 3 μοιάζει κρυστάλλινο στις στιγμές εκείνες όπου η εμπνευσμένη συνθετική ιδέα γίνεται ένα με την πιστή υπηρέτηση του concept. Και κάτι τέτοιο συμβαίνει μόνο σε δύο περιπτώσεις: στο "Α Step Closer", που ηχεί έντονα επηρεασμένο από δημιουργούς μοντέρνας κλασικής μουσικής σαν τον Nils Frahm, η Melanie ψάχνει τη σωτηρία της σε ένα ξύλινο σπιτάκι στη φύση –με τις ψιλές πιανιστικές νότες ν' απλώνουν μια παραμυθένια αίσθηση περιπλάνησης. Το δε κομμάτι στο οποίο επιστρέφω συνεχώς, το “Absential Existence”, είναι ένα υπαρξιακό, αστρικό μελόδραμα, το οποίο αναμειγνύει διαχρονική ελληνική πνευματικότητα με sci-fi νεορομαντισμό, μοιάζοντας με μουσικό ισοδύναμο ενός βιβλίου όπου έχει ανακατευτεί η Μεγάλη Χίμαιρα του Μανώλη Καραγάτση με το Dune του Frank Herbert.
Το Hope βιώνεται λοιπόν απολογιστικά ως ένα πολυσχιδές οπτικοακουστικό project, μακριά από ελιτισμό και δυσνόητους συμβολισμούς, ελεύθερο προς ερμηνεία. Μπορεί να μην επιτυγχάνει πάντα να βρει την αφηγηματική και μουσική συνοχή την οποία ψάχνει, αλλά η συγκομιδή χρυσών αρετών στα διάφορα σημεία του μοιάζει πολύ πιο πολύτιμη από την καθολική του εξέταση. Κι αν θέλουμε να χρησιμοποιήσουμε την αναλογία μέσα από το concept του άλμπουμ, η ελπίδα για τους Οmega Project 3 έχει βρεθεί και το ντεμπούτο τους μοιάζει ως η λαμπρή αρχή ενός ταξιδιού που αναμένουμε να δούμε πού θα τους οδηγήσει.
{youtube}UZ1XCn7p_OI{/youtube}