Υπάρχει μια «σχολή σκέψης» στα εγχώρια πράγματα, που βλέπει την ποπ μουσική ως εμπορικό προϊόν και μόνο. Με βάση αυτή, η Ελεωνόρα Ζουγανέλη σταμπαρίστηκε εξ αρχής ως κατασκεύασμα της εγχώριας μουσικής βιομηχανίας και τα τραγούδια των πρώτων δίσκων της απορρίφθηκαν ως προσάναμμα (μετ)εφηβικών ερώτων. Όχι τυχαία, πίσω από τη συγκεκριμένη λογική θα βρείτε πολλούς από εκείνους που έστησαν και ανέθρεψαν το πανηγύρι του «έντεχνου» στα 1990s: εκείνους που υπηρέτησαν δηλαδή μια άλλη βιομηχανική έκρηξη στον μουσικό χώρο, οι οποίοι και εξυπηρετήθηκαν τα μάλλα από τον διαχωρισμό του τραγουδιού σε «ποιοτικό» και «εμπορικό».

Φαίνεται πως η ίδια η Ζουγανέλη την ασπάστηκε τελικά αυτή τη λογική, αφού μεγαλώνοντας αποφάσισε να «σοβαρευτεί» και να αποθέσει την καριέρα της στα χέρια της «άλλης πλευράς». Από μία άποψη, βέβαια, ακούγεται απόλυτα λογική μια τέτοια κίνηση: το κοινό που έλιωνε για 'κείνη κάτω από τη σκηνή έχει κι εκείνο μεγαλώσει πια και θα θέλει να περάσει σε πιο «βαριά» ακούσματα. Κάπως έτσι είδαμε την ερμηνεύτρια να αναμετράται (επιτυχώς) με το ρεπερτόριο της Μελίνας Μερκούρη και της Edith Piaf, αλλά και να επιλέγει διαφορετικά τραγούδια στο –προφανώς (και) συμβολικά τιτλοφορημένο– Μετακόμιση Τώρα του 2013. Το φετινό της δισκογραφικό βήμα μοιάζει λοιπόν φυσική συνέχεια των παραπάνω, καθώς τη βρίσκει να συνεργάζεται με το νεοσύστατο δίδυμο Μίνωας Μάτσας/Ελένη Φωτάκη, το οποίο έστησε πρόσφατα (επιτυχώς) έναν δίσκο-πορτραίτο για τη Φωτεινή Βελεσιώτου (δες εδώ).

Στα 12 τραγούδια του Μ' Αγαπούσες Κι Άνθιζε, γίνεται σαφής εξ αρχής η προσπάθεια των δημιουργών να τοποθετήσουν τη φωνή της Ζουγανέλη σε ένα πλαίσιο «κλασικών κι αγαπημένων» αναφορών. Τουτέστιν, ο Μάτσας βάζει τα δυνατά του να φτιάξει μελωδίες στα χνάρια του Κραουνάκη, του Σπανού και του Πλέσσα και η Φωτάκη αραδιάζει τις λέξεις της έτσι ώστε να μοιάζουν σκαλισμένες από την πένα του Γκάτσου, του Παπαδόπουλου ή της Νικολακοπούλου. Ο ήχος επίσης ακολουθεί vintage μονοπάτια, παραμένοντας πάντα «καθώς πρέπει»: ακόμα και στα λίγα σημεία όπου ακούγονται ηλεκτρικές κιθάρες, είναι βαλμένες με τέτοιον τρόπο ώστε να μην νιώσει «απειλή» ο ακροατής. Συνολικά το ερωτικό δράμα κυριαρχεί, πάντα όμως σε πλαίσια «ενήλικα», καλά ρυθμισμένα και ελεγχόμενα, με κόφτες-κέρβερους ώστε να προληφθεί κάθε μη κανονική κατάσταση, που θα απέτρεπε ίσως τα πράγματα από το να κυλήσουν αναίμακτα.

Η ίδια η Ζουγανέλη δεν έχει –όπως αναμενόταν– πρόβλημα να χειριστεί ένα ρεπερτόριο τέτοιου είδους. Βρίσκεται ούτως ή άλλως σε ιδιαίτερα ώριμη φάση ως ερμηνεύτρια και χρωματίζει κατάλληλα, χειριζόμενη άψογα τη φωνή της μέχρι το επίπεδο της μικροκλίμακας. Με δεδομένη δε τη ροπή της προς το δράμα (γνωστή από όλες τις μέχρι σήμερα δισκογραφικές της δουλειές), πείθει εδώ ότι έχει σχέση με όσα τραγουδάει, έστω κι αν είναι δύσκολο να φανταστεί κανείς στίχους όπως «Ασ' το πια, μου το χάλασες/ κι αν το θες, δε φταις/ ήμουν απ' αυτές/ που τις διώχνουνε/ ως κι οι θάλασσες» ή «Βάζω στην πόρτα το κλείδί/ και τρέμω μήπως σ' αντικρύσω/ δεν θέλω να 'ρθει η στιγμή/ για μια φορά να σε πουλήσω» να αντιπροσωπεύουν ένα κορίτσι της ηλικίας της ή μια γυναίκα του σήμερα γενικότερα.

Κατόπιν τούτων, δεν έχει και τόση σημασία αν στο Μ' Αγαπούσες Κι Άνθιζε υπάρχουν κάποιες καλές στιγμές (υπάρχουν, ατυχώς τοποθετημένες στο δεύτερο μισό του δίσκου). Ούτε έχει ιδιαίτερο νόημα να μιλήσουμε για την ποιότητα της παραγωγής και για τους καλούς μουσικούς που συμμετέχουν: για όλους τους καλλιτέχνες του στάτους της Ζουγανέλη τέτοια πράγματα είναι δεδομένα. Το μεγάλο ζήτημα –ερώτημα καλύτερα– είναι γιατί μια φωνή τόσο ξεκάθαρα ξεχωριστή, ευρισκόμενη στην καλύτερή της φάση και ηλικία, καλείται να υποστηρίξει ένα ρεπερτόριο τόσο ασυμβίβαστο με το σήμερα. Το ημερολόγιο, υπενθυμίζω, δείχνει 2016 και η Ελεωνόρα Ζουγανέλη θα μπορούσε να φτιάχνει δίσκους, αν όχι για να μένουμε κάγκελο, πάντως σίγουρα για να τους συζητάμε. Τώρα, αντί να κουβεντιάζουμε για το άλμπουμ της, συζητάμε τους λόγους ύπαρξής του.

{youtube}pJSoj26AeTY{/youtube}

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured