Ακούω τούτο τον δεύτερο δίσκο των Next Step Quintet και αμφιταλαντεύομαι μπροστά από ένα όχι και τόσο άγνωστο σταυροδρόμι. Αντιλαμβάνομαι δηλαδή ότι το 2 είναι ένα καλοστημένο άλμπουμ, με ζωτικότητα, με καλά παιξίματα και με εσωτερική συνοχή. Στη μεγάλη εικόνα, ωστόσο, αυτή η κρίση αρχίζει και σχετικοποιείται. Κι αν θέλουμε να καταλήξουμε σε κάτι πιο ουσιαστικό από έναν αφορισμό του στυλ «για Έλληνες, καλοί είναι», νομίζω πως οφείλουμε να αναρωτηθούμε για τους τρόπους με τους οποίους οι Next Step Quintet τοποθετούνται στο ευρύτερο πλαίσιο της σημερινής τζαζ: πώς «μαθαίνουν» τους κανόνες της και πώς ύστερα τους «ξε-μαθαίνουν» για να βρουν το προσωπικό τους στίγμα.
Ας πάρουμε όμως τα πράγματα από την αρχή τους. Οι 4 από τους 5 του κουιντέτου, δηλαδή οι Βασίλης Ποδαράς (ντραμς), Ντίνος Μάνος (μπάσο), Θοδωρής Κότσυφας (κιθάρα) και Γιάννης Παπαδόπουλος (πιάνο), συναντήθηκαν το 2011 στην Κέρκυρα, ενώ φοιτούσαν στο τμήμα των Μουσικών Σπουδών του Ιονίου Πανεπιστημίου –νομίζω το μόνο στη χώρα που προσφέρει ακαδημαϊκού επιπέδου σπουδές στην τζαζ. Ένας μάλιστα εξ αυτών (ο Ποδαράς) συμμετείχε και στους Baby Trio, ένα ιδιόμορφο πρότζεκτ που διευθύνει ο καθηγητής του Ιονίου και καταξιωμένος μουσικός Γιώργος Κοντραφούρης, από το οποίο τα 2/3 (πλην του Κοντραφούρη, δηλαδή) «συνταξιοδοτούνται» μόλις πατήσουν τα 25, για να δώσουν τη θέση τους στους νεότερους.
Η αρχή του νήματος, λοιπόν, βρίσκεται στην Κέρκυρα, ωστόσο η …σφραγίδα ιδρύσεως των Next Step Quintet φέρει το έμβλημα της πόλης των Αθηνών: εδώ συνάντησαν οι 4 τον σαξοφωνίστα Ορφέα Τσουκαλά και με αυτή τη σύνθεση ηχογράφησαν το ομώνυμο ντεμπούτο τους (Puzzlemusik, 2013). Αργότερα, ο Τσουκαλάς κούνησε μαντήλι και η θέση του καλύπτεται τώρα από το άλτο του Τάκη Πατερέλη και το τενόρο του Νεοϋορκέζου Tivon Pennicott (ο οποίος συμμετέχει ως guest, στις περισσότερες –αν όχι σε όλες– από τις 7 συνθέσεις του δίσκου). Αυτά για το γενικό πλαίσιο των πραγμάτων, πίσω τώρα σ’ εκείνο το σταυροδρόμι.
Πρόκειται για ένα κρίσιμο ερώτημα. Διότι, εντάξει, μπορούμε να ξεχωρίσουμε το κουιντέτο των Next Step μέσα στην εγχώρια σκηνή, ως ένα από τα σχήματα που αναμετρώνται επιτυχώς με τη συγχρονικότητα της τζαζ: βάλτε ως σημεία αναφοράς τον Kurt Rosenwinkel, τον Esbjörn Svensson, τον Brad Mehldau ή τον Christian Scott, μεταξύ των πολλών μουσικών που ενσωματώνουν –ο καθένας με τον τρόπο του– αυτό που εννοούμε εδώ «σύγχρονη τζαζ». Η εναρμόνιση με τα διεθνή τεκταινόμενα δεν είναι βεβαίως κάτι αμελητέο, δεν μας λέει όμως πολλά πέρα από το ότι μπορεί και η ελληνικής κοπής τζαζ να ακούγεται το ίδιο καλογυαλισμένη και μοντέρνα.
Διότι, μοιάζει αρκετά ευνόητο ότι το να υπηρετεί κανείς μια μοντέρνα φόρμα (αντί μιας πολυκαιρισμένης) δεν τον απαλλάσσει a priori από την παγίδα του φορμαλισμού· απλώς χαρίζει μια εσάνς φρεσκάδας σε μια μουσική η οποία στη μικρή εικόνα μπορεί να μοιάζει νεωτεριστική ή ακόμα και τολμηρή, στη μεγάλη, όμως, φαντάζει περίπου συμβατική.
Εξίσου ευνόητο, πως ούτε η φυγή από τη φόρμα είναι ντε και καλά αναγκαία. Είναι όμως χρήσιμη μια ανατρεπτική διάθεση, εκείνη η ευγενής τάση πολλών μουσικών να πονοκεφαλιάζουν εαυτούς αναδιατάσσοντας διαρκώς τα όσα έχουν μπροστά τους. Δεν χρειάζεται η δράση να συμβαίνει στο εκτός για να επιτευχθεί κάτι τέτοιο· χρειάζεται όμως μια κάποια αναμπουμπούλα, μια δημιουργική αντίφαση ή κάτι το αναπάντεχο, που θα κάνει μια ιδέα να πάρει διαφορετικό δρόμο από τον διαφαινόμενο. Οι Next Step Quintet κάνουν γενικώς αρκετά στο 2, νομίζω όμως ότι πράττουν λίγα προς αυτή την κατεύθυνση. Ο δίσκος είναι αποτέλεσμα μεθοδικής σκέψης, είναι διαβασμένος και με σχετικά ανοιχτές κεραίες προς τον μουσικό κόσμο που τον περιβάλλει. Ίσως, όμως, να μην είναι επαρκώς ανοιχτός στο ενδεχόμενο ανατροπών και άρα στην πιθανότητα απεγκλωβισμού από τις πειθαρχίες μιας φόρμας η οποία φτάνει να γίνεται αρκετά συγκεκριμένη.
Παρόλα αυτά, ο δίσκος βρίσκει μια κάποια δόνηση και, μολονότι οι συνθέσεις του συνήθως δεν (ξε)φεύγουν από την ευθεία τους, μπορεί και γίνεται αρκετά γοητευτικός. Κομμάτια όπως τα “Dead End”, “Rosalinda’s Dance”, “The Architect” και “Erotic Warfare” είναι ενδεικτικά ως προς το τελευταίο. Στο 2 φαίνεται επίσης και η ωρίμανση της μπάντας σε σχέση με το προ διετίας ντεμπούτο. Τόσο στο επίπεδο της γραφής (την οποία πλέον αναλαμβάνουνε οι Παπαδόπουλος και Κότσυφας), όσο και σ’ αυτό της ερμηνείας, το κουιντέτο έχει κάνει σημαντικά βήματα διεύρυνσης, αλλά και εμβάθυνσης. Προσθέστε επίσης το γκρουβ, το οποίο μοιάζει τώρα πολύ πιο ρέον και «φυσικό», με τους Next Step να στηρίζουν πολλά στους τρόπους με τους οποίους το κυκλοφορούνε στο μεταξύ τους.
Εκεί, νομίζω, εδράζεται η επιτυχία του δίσκου. Και αναφέρομαι στην κυκλοφορία του γκρουβ, γιατί το τελευταίο δεν είναι μια ουσία που κάποιος κατέχει ή δεν κατέχει· είναι κάτι που καταχτιέται διαρκώς, που δημιουργείται μέσα σ’ αυτό το δούναι και λαβείν και επομένως στηρίζει περισσότερα στην επικοινωνία τη στιγμή της επιτέλεσης, παρά στο κείμενο που επιτελείται. Είναι, αν θέλετε, ένα από τα στοιχεία που κάνουν, γενικώς, έναν δίσκο απολαυστικό.
Το 2 ανταποκρίνεται στην παραπάνω υπόσχεση. Και επειδή ακριβώς ανταποκρίνεται, σκέφτεσαι πως είναι και λίγο κρίμα για ένα τόσο καλό γκρουπ όσο το κουιντέτο των Next Step να «χαραμίζεται» μέσα σε, λίγο ως πολύ, προκατασκευασμένα σχήματα. Αν οι Next Step βρούνε στην πορεία εκείνο το τσαλίμι που θα τους κάνει να αποστασιοποιηθούνε περισσότερο από αυτά, νομίζω πως θα είναι πράγματι έτοιμοι για το επόμενο βήμα. Προς το παρόν, βέβαια, δεν είναι καθόλου δύσκολο να αρκεστούμε σε μια δουλειά σαν την παρούσα.
{youtube}MbPBub8lPqc{/youtube}