Για τα δικά μου αυτιά, η Νεφέλη Λιούτα αποτελεί μία (υπό όρους) sui generis περίπτωση στο ελληνικό τραγούδι. Δεν είναι εύκολο, για να το πω αλλιώς, να την κατατάξεις κάπου τη νεαρή μουσικό και τραγουδοποιό, παρότι είναι σχετικά απλό να καταλάβεις τα συστατικά του προσωπικού της ύφους. Έτσι, ούτε «έντεχνη» μπορείς να την πεις, ούτε λόγια, ούτε παραδοσιακή, ούτε έθνικ –παρότι η μουσική της περσόνα περιέχει ψήγματα όλων των παραπάνω, (κι ακόμα περισσότερων).

Εδώ που τα λέμε, πάντως, ο παραπάνω προβληματισμός είναι χωρίς ιδιαίτερη σημασία, όπως και η γενικότερη προσπάθεια να βάζουμε σε κουτάκια τους καλλιτέχνες. Πέρα δηλαδή από τη «διευκόλυνσή» μας, όλο αυτό πολλές φορές γίνεται σε βάρος της προσοχής μας για τις λεπτές αποχρώσεις και τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του καθενός, δημιουργώντας λανθασμένες εντυπώσεις. Έτσι και στην περίπτωση της Λιούτα: είναι εύκολο, αν βιαστείς, να την πατήσεις, τσουβαλιάζοντάς τη με τους βουκολικής εικονογραφίας ψευτοέντεχνους, για παράδειγμα.

Στο δεύτερο στη σειρά άλμπουμ της, η Λιούτα κάνει ένα γερό update στο καλλιτεχνικό της ύφος, το οποίο μάς συστήθηκε, υπενθυμίζω, το 2011 με τα Μολύβια-Κομάντος. Υπάρχει δηλαδή πρόοδος στο 1041ΑΚ (Φάηντερς, Κήπερς), συγκρίνοντας με εκείνο το πρώτο πόνημά της –σε όλους μάλιστα τους τομείς. Κατ’ αρχάς, υπάρχουν πιο ξεκάθαρες μελωδίες τούτη τη φορά, αλλά και πιο καλοδουλεμένοι στίχοι: πιο συγκεκριμένοι και ουσιαστικοί. Η τραγουδοποιία, εν τω συνόλω της, ακούγεται τώρα πιο ώριμη, πιο κατασταλαγμένη, περισσότερο εύστοχη και γνωστική

Έχει γίνει όμως αρκετή λεπτοδουλειά και στην ηχογράφηση. Το 1041ΑΚ (Φάηντερς, Κήπερς) φτιάχτηκε κυρίως σε στούντιο, σε αντίθεση με τα Μολύβια-Κομάντος, που ήταν σπιτική εργασία. Κι αυτό φαίνεται. Πέραν του πλούσιου ήχου, οι ενορχηστρώσεις είναι πιο γεμάτες, χωρίς να φορτώνουν εντούτοις τα τραγούδια με αχρείαστο βάρος: στις συστοιχίες των βιολιών έχουν προστεθεί η βιόλα, το τσέλο και το κοντραμπάσο, οι πολυφωνικού τύπου φωνητικές αρμονίες έχουν εμπλουτιστεί, τα φωνητικά ηχοχρώματα περιλαμβάνουν πλέον και ανδρικές φωνές, ενώ πού και πού σκάει μύτη και κάποιο πνευστό. Είναι ένα πιο πλούσιο χρωματικά και συχνοτικά άλμπουμ τούτο εδώ: μια πολύ πιο ενδιαφέρουσα και θελκτική ηχητική περιπέτεια.

Από την άλλη, βέβαια, αυτή η περιπέτεια δεν διαθέτει καταιγιστική δράση, ενώ αποφεύγει να υπηρετήσει τα «ζητούμενα της εποχής». Δεν επιβάλλεται δηλαδή το 1041ΑΚ (Φάηντερς, Κήπερς), ούτε περιέχει τραγούδια-κράχτες· αντίθετα, ξετυλίγει αργά τις χάρες του και κυλάει ήσυχα –σαν ρυάκι στο πλάι του δρόμου, μια ανοιξιάτικη μέρα. Είναι από εκείνα τα δημιουργήματα που σου αφήνουν χώρο, τα οποία σου ζητούν χρόνο και αφοσίωση για να σου αποκαλυφθούν. Αν τα δώσεις αυτά, όμως, θα γίνεις μάρτυρας πραγματικών αποκαλύψεων· ειδικά σε τραγούδια όπως τα “Από Τον Brecht Στα Παιδιά Μας”, “Jeder Ist Ein Fremder”, “Ο Γερο-Λέμας”... 

Κάνει άλμα προς τα επάνω και προς τα εμπρός, νομίζω, η Nefeli Walking Undercover. Ένα άλμα το οποίο της κάνει διαθέσιμα περισσότερα εκφραστικά όπλα και τη βοηθά να αξιοποιήσει καλύτερα όσα διέθετε ήδη, επιτρέποντάς της έτσι να συνθέσει μια πιο ολοκληρωμένη εικόνα του προσωπικού της σύμπαντος. Κι αν, συνάμα, αυτό το άλμα τη φέρνει αντιμέτωπη με τη συνειδητοποίηση των ορίων της, τόσο το καλύτερο. Για να μπορέσεις να τα ξεπεράσεις, άλλωστε, πρέπει πρώτα να τα αγγίξεις.

{youtube}HuraYvwQMnk{/youtube}

 

 

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured