Βάζεις τον δίσκο, βαράει εντεχνομελωδία της νεοπαραδοσιακής τάσης και λεβέντης με κρητικό χρώμα λαλεί κάτι για του Νότου τα πουλιά, που τα στέλνει στην αγαπητικιά του με μαντάτο φλογερού έρωτα.
«Καήκαμε», μονολογείς. Ρίχνεις μετά κλεφτή ματιά στα υπόλοιπα κομμάτια: κάτι Ψηλορείτες, Δροσουλίτες, Ερωτόκριτους κι Αρετούσες αντικρίζεις, κάτι για τα Μαύρα τα Ρούχα διαβάζεις –θα το κλείσω το $#%!, λες.
Λίγο όμως το όνομα του Γιάννη Νικολάου στο συνθετικό μέρος (του παλιού Λαθρεπιβάτη), λίγο το εξώφυλλο το οποίο αποφεύγει έξυπνα την προσωπολατρεία των εγχώριων artworks, λίγο ένα κάτι στη φωνή του Μιχάλη Κουνάλη, σε πείθουν να συνεχίσεις ν' ακούς. Το αληθινό το πράγμα, βλέπετε, έχει τον τρόπο του να λαμπυρίζει· ακόμα κι αν το έχεις θάψει στα πιο μεγάλα κλισέ.
Είναι ένας πολύ τίμιος δίσκος εν τέλει το Του Νότου Τα Πουλιά. Σύμφωνοι, την έχουμε καταστρατηγήσει τη λέξη, ας ορίσουμε λοιπόν το περιεχόμενό της στην εξής βάση: υπάρχει τριβή εδώ με την κρητική παράδοση, η οποία ενσταλάζεται στην έντεχνη φόρμα. Δεν πρόκειται δηλαδή για ένα μοδάτο πουκάμισο αδειανό, που το φορέσαμε κι εμείς τώρα που γυρνάει· η τριβή, με τη σειρά της, βγάζει πειθώ, την οποία ενισχύουν τόσο οι στίχοι της Μαρίας Παπαδάκη (όχι σπουδαίοι μεν, συγκροτημένοι δε), όσο και το μεράκι που διακρίνεις στις λεπτομέρειες της ηχογράφησης –στα ακριβολόγα παιξίματα, στις φροντισμένες ενορχηστρώσεις, στο μέτρο με το οποίο στέκεται πίσω από το μικρόφωνο ο Κουνάλης, αποφεύγοντας και το περιττό και το ναρκισσιστικό.
Μάλιστα, όσο πιο κοντά στη δημοτική ρίζα κάθεται ο δίσκος, τόσο πιο δυνατός αποδεικνύεται. Εκείνα δηλαδή τα "Μαύρα Ρούχα", εκείνους τους Ψηλορείτες, Δροσουλίτες, Ερωτόκριτους κι Αρετούσες που αρχικά κοίταζες με τόση δυσπιστία, αυτά θέλεις να γυρίσεις να ακούσεις ξανά (repeat value, το λένε στην αγγλόφωνη Εσπερία). Κι όσο πιο πολύ εντεχνίζει –σε κάτι "Ναυαγούς", "Αγάπη Ψεύτρα" και "Μαλαματένιο Υφάδι", ας πούμε– τόσο γίνεται αναιμικός, αναπαραγωγικός μοτίβων κουρασμένων, εξαντλημένων κατά τη δεκαετία του 1990 στη δισκογραφία του Παντελή Θαλασσινού, του Λουδοβίκου Των Ανωγείων και των ομοίων τους.
Κι εδώ φτάνουμε στα δύσκολα: σ' αυτά που δεν μπορείς να παραβλέψεις, όσο κι αν έτυχε να σ' αρέσει το άλμπουμ, όσο κι αν πράγματι ξεχωρίζει απέναντι στις ανάλογες προσπάθειες των τελευταίων χρόνων.
Στο ότι δηλαδή τα πάντα συμβαίνουν εδώ μέσα λες και βρισκόμαστε ακόμα στα 1990s. Σα να σταμάτησε ο χρόνος, σαν να μην έχει θέματα το ελληνικό τραγούδι, σαν να περιμένουμε το Δίφωνο να βγει στα περίπτερα με τον Νίκο Παπάζογλου στο εξώφυλλο να παίζει την πουρούδα... Κανένα όραμα, κανένας προβληματισμός, παρά μόνο μια άνευ όρων παράδοση σε μια «είμαστε νεοπαραδοσιακώς έντεχνοι» φιλοσοφία, την οποία κανείς από τους συντελεστές δεν πειράζει, κανείς δεν αμφισβητεί –ούτε καν την τσιγκλάνε.
Εν γνώσει του, λοιπόν, ο δίσκος υπάρχει στη δική του χρονοκάψουλα. Τρώγεται με τις υποθέσεις ενός ιδιωτικού μικροκόσμου, ζώντας στην απόμερη επαρχία του μουσικού γίγνεσθαι της δεύτερης δεκαετίας του 21ου αιώνα.
Απ' αυτήν λοιπόν την άποψη, και παρά τις ποιότητές του, μέρος του προβλήματος καταλήγει δυστυχώς να είναι το Του Νότου Τα Πουλιά, παρά αρωγός όσων προσπαθούν για ένα νέο όραμα περί εγχώριου τραγουδιού. Αξίζει όμως να το ακούσετε, ακόμα κι έτσι.
{youtube}XB3UGfj20gQ{/youtube}