Τραγούδια της Θεσσαλονίκης, δηλαδή της πόλης και –κυρίως– των φαντασμάτων της. Των ανθρώπων που ανέπνεαν τον υγρό της αέρα πριν από (μόλις) 100, 150 χρόνια, συγκροτώντας ένα πολύβουο, πολύγλωσσο και πολυπολιτισμικό κέντρο της ύστερης Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Σήμερα, ό,τι έχει απομείνει από αυτούς είναι θραύσματα μνήμης, να θυμίζουν (σε όποιον έχει διάθεση να θυμηθεί) ένα παρελθόν που καταχωνιάστηκε βίαια στο πίσω μέρος του συλλογικού υποσυνειδήτου, όντας ουσιαστικά απόν από την κυρίαρχη αφήγηση των τελευταίων δεκαετιών.
Τέτοια θραύσματα είναι ασφαλώς και τα τραγούδια. Γιατί μας προσφέρουν μία «από τα κάτω» ανάγνωση της Ιστορίας, τη δυνατότητα να ανασυνθέσουμε το μέρος εκείνο του βιώματος που οι ίδιοι οι άνθρωποι έκριναν άξιο μελοποίησης. Εν προκειμένω μιλάμε για 14 τραγούδια, σεφαραδίτικα (δηλαδή ισπανοεβραϊκά) , τούρκικα, ελληνικά, βουλγαρικά, σλαβομακεδονικά, ποντιακά κι αρμένικα, ακόμα κι ένα ιρλανδέζικο το οποίο αναφέρεται στην περίοδο που οι Σύμμαχοι στρατοπέδευαν στην πόλη στη διάρκεια του Α’ Παγκοσμίου. Μαζί και δύο θρησκευτικοί ύμνοι, ένας ελληνικός, χριστιανικός (το “Απολυτίκιο Του Αγίου Δημητρίου”) κι ένας τουρκικός, των Μπεκτασήδων δερβίσηδων (“Iptidadan Yol Sorarsan”).
Με αυτά η Σαβίνα Γιαννάτου και οι Primavera En Salonico γράφουν τον 4ο δίσκο τους στην ECM (και τον 8ο, αν δεν κάνω λάθος, συνολικά) και καταθέτουν πιθανώς την καλύτερη μέχρι τώρα δουλειά τους. Όπου Primavera En Salonico, βάζετε τους: Κώστα Βόμβολο (κανονάκι, ακορντεόν), Γιάννη Αλεξανδρή (ούτι, κιθάρα), Κυριάκο Γκουβέντα (βιολί), Χάρη Λαμπράκη (νέι), Μιχάλη Σιγανίδη (κοντραμπάσο) και Κώστα Θεοδώρου (κρουστά).
Η Γιαννάτου κι οι Primavera περιδιαβαίνουν νοητά τα στενά σοκάκια εκείνης της Θεσσαλονίκης, αφουγκράζονται ήχους, εικόνες και μυρωδιές. Και είναι άξιο θαυμασμού το πώς καταφέρνουν και εμφυσούν στα τραγούδια που επιλέγουν τη ζεστασιά του ζωντανού. Το πώς δηλαδή μπαίνουν μέσα στα τραγούδια, πώς παίρνουν τις ανάσες τους για να τις μετασχηματίσουν σε κάτι που αντλεί την ύπαρξή του από το παρελθόν, αλλά που, μ’ έναν τρόπο, σχετίζεται εξίσου και με το παρόν. Δεν αφορά μόνο τη μνήμη, δεδομένου ότι η Ιστορία δεν είναι ποτέ κάτι εντελώς εξωτερικό ως προς το άτομο· αφορά κι ένα παρελθόν το οποίο ενσωματώνεται με όλο του το ειδικό βάρος σε μια επιτέλεση που συμβαίνει στο σήμερα, δίχως δηλαδή να αρνείται τους σύγχρονους τρόπους.
Και σημειώστε πως έχουμε να κάνουμε με μια ορχήστρα η οποία πραγματικά μπορεί να κάνει τα πράγματα να συμβούν. Όπερ σημαίνει πως μπορεί και φέρει όλο αυτό το ιστορικό βάρος, ενώ ταυτόχρονα εμβαθύνει και στην καλλιτεχνική της υπόσταση. Και μιλάμε περισσότερο για μια ορχήστρα, με την έμφαση, δηλαδή, από το σύνολο να πηγαίνει προς τη μονάδα, όχι αντιστρόφως.
Ακούς λ.χ. ένα σόλο –αφ’ εαυτού του πυκνό και δυναμικό– να υποστηρίζεται ουσιαστικά από τους υπολοίπους, συνειδητοποιείς όμως ότι αυτή η υποστήριξη είναι τελικά το ίδιο λεπτομερής με το σόλο. Βοηθούν βέβαια και οι γεμάτες μα πάντοτε ανοιχτές ενορχηστρώσεις του Βόμβολου, οι οποίες επιτρέπουν στον μικρόκοσμο μεταξύ της ορχήστρας να κάνει την παρουσία του κάτι παραπάνω από αισθητή: να την κάνει αναγκαία. Ο τρόπος με τον οποίον ικανοποιείται μια τέτοια ανάγκη από τους Primavera (το πώς δηλαδή ο ένας παρακολουθεί τις φράσεις ή δημιουργεί τους χώρους για τις παρεκβάσεις του άλλου) είναι ακριβώς το στοιχείο που ζωντανεύει την Ιστορία, που δίνει στα τραγούδια την ορμή του τρέχοντος, αντί απλώς να ευλογεί την ιστορικότητά τους.
Μπορεί όλα αυτά να γίνονται σχεδόν χειροπιαστά στις υπέροχες καταβυθίσεις του δίσκου (λ.χ. στο ποντιακό “Την Πατρίδα Μου Έχασα” ή στο “Iptidadan Yol Sorarsan”), αλλά το ζήτημα δεν εξαντλείται εκεί. Οι Primavera μπορούν να υπάρξουν το ίδιο άνετα και σε διαφορετικά συμφραζόμενα, σε πιο ανάλαφρες ρυθμικότητες ή σε έναν σχεδόν δαντελένιο ρομαντισμό. Άλλωστε δίπλα στους καημούς και τα βάσανα, υπάρχει ο έρωτας κι η ελπίδα, πλάι στην απόλυτη εμβάθυνση η τέλεια ελαφρότητα. Ακούς για παράδειγμα για ξεριζωμούς και λοιπές οδύνες, φθάνεις όμως και στο “Γελεκάκι” και σχεδόν βλέπεις το χαμόγελο της Γιαννάτου καθώς τραγουδάει πρώτα στα ελληνικά και μετά στα σεφαραδίτικα. Ή στο βουλγαρικό “Dimo Is Solun Hodeshe”, όπου η σχεδόν δραματική εισαγωγή του μπορεί και εξελίσσεται σε μια μεστή έξαψη.
Έχοντας πει τα παραπάνω, θεωρώ περιττό να επισημάνω σημεία που αποδεικνύουν την επάρκεια των συμμετεχόντων ξεχωριστά. Τόσο η Γιαννάτου όσο και οι Primavera έχουν το απαιτούμενο εκφραστικό εύρος και την αναγκαία δεινότητα για να κάνουν την Ιστορία να μιλήσει. Χωρίς εκπτώσεις σε ό,τι συνεπάγεται η επιλογή μιας τέτοιας θεματολογίας –αλλά και χωρίς υπερβολές στην επιτέλεσή της– καταγράφουν έναν απολαυστικό δίσκο, ο οποίος ισορροπεί επιδέξια μέσα σε αρκετά δίπολα (είναι για παράδειγμα προσβάσιμος, την ίδια ώρα που είναι εμβριθής, βαρύς, όσο και ανάλαφρος). Με δυο λόγια, θα μπορούσαμε να πούμε ότι η πρόσφατη ιστορία της Θεσσαλονίκης βρήκε ένα ιδανικό σάουντρακ.
{youtube}9FVvT-cQa6Q{/youtube}