Προϊδεάζεσαι, ήδη από το όνομα του σχήματος: από 'δω η Ήπειρος, από 'κει η παγκοσμιότητα, δεν είναι δα και η ανακάλυψη του τροχού. Το πράγμα μπερδεύεται λιγάκι όταν μαθαίνεις ότι έδρα των Epirus Quartet δεν είναι η τιμημένη Πίνδος, αλλά το Ώστιν του Τέξας, ενώ από τους τέσσερεις μουσικούς (συν δύο προσκεκλημένους, που συμβάλουν περιστασιακά) μόνο ο τενόρος σαξοφωνίστας Νικόλας Μπούκλας είναι από τα μέρη μας –είναι πάντως ο βασικός συνθέτης, μαζί με τον Χαράλαμπο Τυρόπουλο που δεν εμφανίζεται στο ερμηνευτικό σκέλος. Οι υπόλοιποι, Nate “Count” Basinger (organ), Brad Houser (μπάσο) και Michael Ingber (τύμπανα), είναι Αμερικανοί και έχουν στα βιογραφικά τους συμμετοχές σε αρκετά γκρουπ της σύγχρονης φανκ/σόουλ/τζαζ σκηνής· από τα οποία προσωπικά αναγνωρίζω μόνο τους Diplomats Οf Solid Sound, όπου παίζει ο Basinger.
Ακούγοντας το Transatlantic, η Ήπειρος λίγο θα σας απασχολήσει. Μόνο το εναρκτήριο “Never Right” πατάει ξεκάθαρα εκεί, ίσως υπάρχουν διάσπαρτα και κάνα-δυο ακόμα σημεία όπου μπορούν να γίνουν αναγωγές, είτε σε επίπεδο μελωδίας, είτε σ’ αυτό της ρυθμολογίας. Πιο πολύ ο δίσκος πραγματεύεται συνδέσεις μεταξύ της τζαζ κι ενός ηλεκτρισμένου φανκ, δίχως βεβαίως να αρνείται τις διαδρομές εκτός αυτού του πλαισίου. Διότι, εκτός από την Ήπειρο, στο παιχνίδι μπαίνει και η αφρικανική μήτρα, με το “Soundwaves” λ.χ. να δονείται μέσα σ’ ένα δυναμικό afrobeat.
Αυτή η δόνηση είναι το κυρίως ζητούμενο του Transatlantic. Και δόνηση υπάρχει, μη λέμε βλακείες. Κυριότερα δε υπάρχει όταν κάπως αφήνεται σε πιο χαλαρούς χρόνους: όταν το γκρουβ γίνεται πιο μειλίχιο, ίσως λιγότερο κινητικό, αλλά περισσότερο εξερευνητικό, δεδομένου ότι λειτουργεί εντός ενός πεδίου με περισσότερους ανοιχτούς χώρους. Έτσι συμβαίνει λ.χ. στο κοφτό “Sane”, όπως και στο “Spirit Of” –στην καλύτερη, ίσως, απόδειξη των πολύ καλών ισορροπιών εντός του κουαρτέτου.
Κάποιες φορές βέβαια αισθάνεσαι το γκρουβ περισσότερο τετραγωνισμένο, κάπως φορμαλιστικό. Δεν είναι ότι χάνεται η λειτουργικότητά του· αν κάτι του λείπει είναι το αδυνάτισμα των ενδεχομένων: είναι αυτό και πάει εκεί, όχι παραπέρα, ούτε παρακάτω, ούτε παραδίπλα. Γίνεται πιο προβλέψιμο, δηλαδή. Κι αν δεν χάνει τη λειτουργικότητά του, είναι γιατί και πάλι βασίζεται σε γερά παιξίματα, κυρίως στα στιβαρά μετρήματα του μπασοτύμπανου, στο organ που ξέρει να εκμεταλλεύεται τις ευκαιρίες του, καθώς και στον δυναμισμό του σαξοφώνου.
Μ’ αυτά και μ’ εκείνα, το Transatlantic σε καταφέρνει: σε βάζει στο παιχνίδι του. Ίσως το εν λόγω παιχνίδι να μην είναι και το πλέον συναρπαστικό, σίγουρα όμως περνάς καλά παίζοντάς το.
{youtube}q6SIwfnnVfA{/youtube}