Xylouris White, δηλαδή Γιώργης Ξυλούρης (Ψαρογιώργης) και Jim White. Για τον πρώτο, οι επεξηγήσεις μάλλον περιττεύουν. Για τον δεύτερο, αρκεί να θυμίσουμε πως πρόκειται για τον ντράμερ των Dirty Three και από τους αρκετούς με τους οποίους έχει συνεργαστεί να αναφέρουμε, έτσι για την ιστορία, τους Bonnie “Prince” Billy, Smog και Nick Cave. Ξυλούρης και White γνωρίζονται –σε προσωπικό και σε μουσικό επίπεδο– από τη δεκαετία του 1990 (όταν ζούσαν και οι δύο στην Αυστραλία), το Goats είναι όμως η πρώτη καταγεγραμμένη συνεργασία τους.
Το έδαφος λοιπόν μεταξύ αυτών των δύο πολύ διαφορετικών μουσικών σημείων δεν αποτελεί terra incognita: αφενός ο White δεν είναι εντελώς ξένος με την παράδοση που εκπροσωπεί ο θαυμάσιος λαουτιέρης, αφετέρου ο Ψαρογιώργης έχει ασκηθεί στο να κάνει την παραδοσιακή του τέχνη ελκυστική (και) σε μη-πεπαιδευμένα αυτιά. Τούτο δίνει στο Goats ένα σχετικό πλεονέκτημα: να μην χρειάζεται να αναλωθεί τόσο πολύ στο προφανές (όπως, τέλος πάντων, κι αν εννοείται το προφανές σε μία τέτοια συνθήκη): να παίξει μεν σε μία σύμβαση του τύπου «η Κρήτη συναντά τον post-punk πειραματισμό», αλλά να μην εξαντληθεί εκεί.
Υπάρχουν δηλαδή στιγμές μέσα στο Goats, οι οποίες κατά κάποιον τρόπο συμφωνούν με ό,τι έρχεται ως υπόθεση στο μυαλό προτού βγει το CD από τη θήκη του. Το “Old School Sousta” λ.χ. φαίνεται πως αποτελεί ένα σημείο εκκίνησης της όλης προσέγγισης: το λαούτο τρέχει σε –κατά βάση– παραδοσιακούς δρόμους, με τα τύμπανα να βρίσκουν έναν ιδιότυπο, αλλά σίγουρα πειστικό, τρόπο να υποστηρίξουν. Φαίνεται όμως και η τάση αμφοτέρων να εξωκείλουν από την ευθεία, να παίξουν με τους όρους και (κυρίως) με τις ισορροπίες που ήδη έχουν θέσει και τελικά να καταφέρουν να τις αναδιατάξουν. Στιγμιαία ή πιο μόνιμα.
Μπορούν έτσι και κρατούν το ενδιαφέρον πάντοτε στο μεταξύ τους, δίνοντας τη δυνατότητα στο Goats να ορίζεται περισσότερο ενδογενώς και λιγότερο εξωγενώς. Εννοείται βέβαια πως ο καθένας φέρει τις δικές του αναφορές και πως ο όποιος στόχος δεν έχει να κάνει με τη φυγή από αυτές· έχει περισσότερο να κάνει με μια δημιουργική τους ανασύσταση, έτσι ώστε το καθοριστικό να μην έγκειται πλέον στο πόσο κοντά ή μακριά στέκεται το άλμπουμ απέναντι σε τέτοιες αναφορές, αλλά στο κατά πόσο καταφέρνει να τις οικειοποιηθεί, ώστε να ψάξει κάτι το διαφορετικό.
Εδώ παίζει ρόλο το ότι οι δύο μουσικοί γνωρίζονται πριν από τη δημιουργία του δίσκου, διότι μπορούν και ανασύρουν μια συνομιλία η οποία –έστω και σε επίπεδο ασυνείδητου– έχει φάει κάποια ψωμιά. Υπάρχει δηλαδή ένα «μαζί» που τίθεται εκ των προτέρων ως οντότητα, μια κάποια οικειότητα του καθενός με το ό,τι εκπροσωπεί ο άλλος. Ωστόσο οι ισορροπίες δεν τίθενται άπαξ. Επομένως, αν το «μαζί» λειτουργεί σαν βατήρας, εναπόκειται στο «επί τόπου» για να κάνει τη βουτιά.
Και η βουτιά γίνεται. Ξυλούρης και White εμφανίζονται εξίσου διατεθειμένοι να αφήσουν τις πολλές βεβαιότητες (δίχως, όπως προείπαμε, να παραγνωρίζουν τη δυναμική τους). Περιέχει ορισμένες καμπύλες το Goats που είναι όντως συναρπαστικές: ένα «ανάμεσα» μεταξύ της ορθοδοξίας που δημιουργεί μια κατά βάση ανορθόδοξη σύμπραξη και κάποιων αραιώσεων στις οποίες οι ισορροπίες γίνονται ξανά ρευστές και η συνομιλία προτιμά να ψάχνει εκ νέου τους ιδιωματισμούς της, παρά να βασίζεται σε φιξαρισμένους κανόνες.
Είτε λοιπόν πατάνε σε πιο σταθερά μονοπάτια, εκεί όπου αυτοί οι ιδιωματισμοί εφευρίσκουν εαυτόν (λ.χ. στα “Old School Sousta”, “Fantomas” και στο μεγαλύτερο μέρος του “Psarantonis Syrto”), είτε παραδίδονται σε εκείνες τις αραιώσεις (λ.χ. στα “The Bells”, “Run And La”), είτε βρίσκουν έξυπνους (κάθε άλλο παρά μεσοβέζικους) τρόπους να αποδομούν χωρίς να χάνουν στιγμή επαφή με τη δομή (“Suburb”), οι Xylouris White καταφέρνουν να «μετατρέψουν» έναν δίσκο ο οποίος εν πρώτοις δεν σου γεμίζει και τόσο το μάτι σε ένα μικρό αριστούργημα. Και να ανασύρουν έναν εμπνευσμένο διάλογο, βάζοντας τη δεξιοτεχνία τους να δουλέψει για αυτόν –αντί να την αφήσουν να υιοθετήσει περισσότερο εγωιστικούς ρόλους.
Υ.Γ.: Προς μια κάποια έκπληξη (τουλάχιστον δική μου), την παραγωγή έχει επιμεληθεί ο Guy Picciotto των Fugazi.
{youtube}_EUovP2ZkMc{/youtube}