Οι ρυθμοί των εγχώριων πραγμάτων είναι συχνά αργοί και ενδέχεται να δημιουργούν παραπλανητικές εντυπώσεις. Στο δελτίο τύπου λ.χ. για την έκδοση του Polynesia Baby διαβάζεις ότι πρόκειται για τον «ντεμπούτο δίσκο» των Velvoids –και αν δεν είσαι χωμένος στα γκαραζοψυχεδελικά πράγματα της πρωτεύουσας μπορεί και να νομίσεις πως η Δώρα Χ με τον Vice Lesley πήραν τις κιθάρες τους καναδυοτρία χρόνια πριν, καβαλώντας κι εκείνοι στο τρένο μιας παγκόσμιας τάσης. Αλλά οι Velvoids υπάρχουν από το 2005· και πριν το Polynesia Baby έχουν μια σειρά ΕΡ κυκλοφοριών, με (κάπως) γνωστότερο το Las Freak Voodoo του 2012, που νομίζω μάλιστα πως είναι πια και εξαντλημένο.
Αυτή η παρατήρηση δεν γίνεται απλά για το βολικό μιας εισαγωγής. Όπως τουλάχιστον τα βλέπω εγώ δηλαδή τα πράγματα, μια δεκαετία πάνω-κάτω και το συναφές «ψήσιμο» των Velvoids σε λάιβ, ηχογραφήσεις και στην όλη ανεξάρτητη πορεία την οποία έχουν χαράξει μέσω της TBMr Records, θα έπρεπε να τους έχει οδηγήσει σε μια κατάθεση με περισσότερη άποψη. Γιατί ζούμε στο 2014, όχι στο 1984. Με μερικά κλικ έχεις σπίτι σου την τελευταία γκαραζοροκιά απ' όπου μπορείς να φανταστείς, χώρια τον πλούτο των ύστερων 1960s, που κάποτε αποκτούσες μόνο με σεβαστά χρηματικά ποσά.
Βρίσκω λοιπόν άστοχη την οπτική «καν' το όπως εκείνοι που αγαπάς», η οποία δεν αφορά βέβαια μόνο τους Velvoids, μα και το μεγαλύτερο κομμάτι της εγχώριας αγγλόφωνης παραγωγής, καθώς και πάμπολλα συγκροτήματα του εξωτερικού. Διάβολε, θέλουμε την άποψή σου για όσα σου παίρνουν τα μυαλά, δεν είναι διαγωνισμός τελειότερης απομίμησης η δισκογραφία. Γεμίσαμε μπάντες με άρτια παιξίματα και καλές παραγωγές, απλά για να πεθυμήσουμε κάποιους εγχώριους ήρωες του παρελθόντος, που μπορεί να τα έκαναν σαλάτα στα κατασκευαστικά και να μίλαγαν αστεία αγγλικά ή να κολλούσαν ελληνικά που «κούναγαν» στους αγγλοσαξονικούς ρυθμούς, όμως είχαν κάτι περισσότερο να πουν για όσα τους έκαιγαν.
Και στην περίπτωση των Velvoids λυπάσαι που δεν βρίσκεις αρκετά καλά λόγια να πεις για το Polynesia Baby, ακριβώς γιατί πείθουν πως θα το μπορούσαν αυτό το βήμα παραπέρα. Στις ζωντανές εμφανίσεις εκλύουν οργιαστική ενέργεια, η οποία συνυπάρχει μάλιστα μερικές φορές με έναν πολύ γουστόζικο ροκάδικο αισθησιασμό. Αλλά εδώ εντοπίζεις τελικά μόνο τον δεύτερο, στο καλύτερο τραγούδι της δουλειάς "Dead Don't Dance". Κατά τ' άλλα τους τρώνε οι διαδρομές ρουτίνας: αρκούνται σε ένα αληθινά καλοπαιγμένο γκαραζοψυχεδέλ, που είναι φανερό πως το ευχαριστιούνται κι εκείνοι πολύ ("Talk In Red", "Unwind") και ζήσαν εκείνοι καλά και οι 1960s ήρωές τους καλύτερα. Κι ας γράφει η Nina Antonia στο συνοδευτικό της σημείωμα για ηχητικά υποσυνείδητα, για παραπομπές στον Brian Jones και για τη βαθιά μπλε συνοριακή γραμμή του ξυπνητού ονείρου.
Ως –πράγματι– ένα από τα καλύτερα εγχώρια συγκροτήματα του συγκεκριμένου ήχου τα οποία μπορείς να τρακάρεις λάιβ, οι Velvoids καλούνται λοιπόν να αποδείξουν πως μπορούν να αντιληφθούν τη δισκογραφία ως πεδίο απαιτητικότερο από το συναυλιακό σανίδι. Εκπέμποντας ένα πιο ισχυρό στίγμα από αυτό του Polynesia Baby, με δεδομένη ειδικά τη συγκυρία, που επιτρέπει σε πάμπολλα παρεμφερή τους συγκροτήματα να ξεφυτρώσουν και να διεκδικήσουν μερίδιο της προσοχής.
{youtube}655WHEfb5Xw{/youtube}