Δεν κατάφερα να δω την ταινία του Στέλιου Χαραλαμπόπουλου, της οποίας soundtrack αποτελούν τα 14 κομμάτια της παρούσας έκδοσης, ώστε να μπορώ να σάς μεταφέρω εντυπώσεις σχετικά με το κατά πόσο η μουσική του Πλάτωνα Ανδριτσάκη λειτούργησε αποτελεσματικά πλάι στην εικόνα. Κάτι βέβαια που δεν εμποδίζει τη διατύπωση κριτικής, καθώς, εφόσον οι συνθέσεις αυτές κυκλοφορούν αυτόνομα, πάει να πει ότι ο δημιουργός έκρινε πως η μουσική του μπορεί να σταθεί και εκτός κινηματογραφικού πλαισίου. Και ορθώς το έκρινε, κατά τη γνώμη μου.
Τα θέματα του Ανδριτσάκη –σύντομα ως επί το πλείστον– αποπνέουν μια ηρεμία, έχουν έντονο λυρισμό αλλά και δράμα, ένταση, επικότητα όπου τέτοια στοιχεία ζητούνται (φαντάζομαι) από τη ροή του φιλμ. Υπάρχουν εδώ μερικές πολύ όμορφες μελωδίες, όπως αυτές των "Πορεία Στο Ωλντερμάστον" και "Παιδί Μου Λυπάμαι Να Σε Βάλω Στις Λάσπες". Ξεχωρίζουν επίσης, ως προς το μελωδικό τους περιεχόμενο και τη συγκίνηση την οποία μεταδίδουν, το "Τρένο Με Τη Σορό" και το "Κάθε Νέος Και Λαμπράκης". Αλλού βέβαια υπάρχουν και συνθέσεις που δεν καταφέρνουν να κρατήσουν εξίσου καλά, αλλά καθώς τα θέματα εναλλάσσονται αρκετά γρήγορα, δεν δημιουργούνται ιδιαίτερα προβλήματα στη ροή του δίσκου.
Ο συνθέτης χρησιμοποιεί σχετικά λιτά μέσα στις ενορχηστρώσεις του, βάζοντας δίπλα-δίπλα φυσικούς και συνθετικούς ήχους. Έτσι το τσέλο, το βιολί και το πιάνο συμπλέουν με ηλεκτρονικά κρουστά και συνθετητές, που παρέχουν επιπλέον ηχοχρώματα. Ηχητικά αποσπάσματα από την ταινία χρησιμοποιούνται ελάχιστα, αλλά ορθώς το κλείσιμο έρχεται με την ανάγνωση από τον Δημήτρη Ήμελλο των τελευταίων λόγων του Λαμπράκη, λίγο πριν δολοφονηθεί. Παραδόξως, πάντως, στο 16σέλιδο βιβλιαράκι της έκδοσης, ενώ υπάρχουν πολλά στοιχεία για το φιλμ, απουσιάζουν παντελώς πληροφορίες σχετικά με την ηχογράφηση (πώς, πότε, από ποιούς) που θα ξεδιάλυναν ορισμένα ζητήματα σχετικά με τις ενορχηστρώσεις και τον ήχο της δουλειάς.
Σχετικά με τον ήχο, ας πούμε, έχω προσωπικά κάποιες ενστάσεις, τις οποίες διατυπώνω ωστόσο με επιφυλάξεις, λόγω της έλλειψης πληροφοριών που προανέφερα. Για παράδειγμα, η χρήση συνθετικού ηχοχρώματος κλασικής κιθάρας –παρότι αποτελεί σε κάθε περίπτωση δικαίωμα και συνειδητή επιλογή του δημιουργού– έτσι όπως χρησιμοποιείται δίπλα σε φυσικά όργανα και μέσα σε ένα λόγιο (ή έστω post-classical) πλαίσιο, κάνει αδύνατη για τον ακροατή την αποσύνδεση αυτού από τα συμφραζόμενά του. Τουτέστιν, στάθηκε αδύνατον να μη σκέφτομαι πως αυτό που ακούω προσπαθεί να είναι κιθάρα αλλά δεν είναι. Φυσικά, τέτοιες επιλογές μπορεί να κρύβουν πίσω τους μια συγκεκριμένη φιλοσοφία από τη μεριά του Πλάτωνα Ανδριτσάκη, όμως μάντης δεν μπορεί να είναι κανείς...
Παρά τις ενστάσεις μου, πάντως, ο Μαραθώνιος Μιας Ημιτελούς Άνοιξης είναι ένας καλός δίσκος· τον οποίο προτιμώ, μάλιστα, σε σχέση με άλλα πράγματα που έχω ακούσει από τον Ανδριτσάκη στο παρελθόν. Οι μουσικές του εδώ, «μουσικές που μοιάζουν με μια βαρκούλα χωρίς άγκυρα, χωρίς καπετάνιο και χωρίς επιβάτες, όπως τις παρέσυρε ο κυματισμός των πλάνων» (όπως εύστοχα τις περιγράφει ο ίδιος στο ένθετο), μεταφέρουν αποτελεσματικά ένα κλίμα, μια ιστορία, μια συγκίνηση. Καθόλου άδικα, ο σκηνοθέτης του φιλμ κλείνει το δικό του σημείωμα με τη φράση: «Βλέπω την ταινία μέσα από τη μουσική του Πλάτωνα Ανδριτσάκη. Κι αυτό το βλέμμα φωτίζει γερά το ταξίδι του ραβδοσκόπου».
{youtube}Mv-oM2DesPA{/youtube}