Ακόμα και δίχως το δεδομένο του καλλιτεχνικό βεληνεκές, η επιθυμία του Μίκη Θεοδωράκη να πραγματοποιήσει νέες «επισκέψεις» σε έργα του παρελθόντος θα ήταν βεβαίως και σεβαστή και θεμιτή: δικά του είναι, ό,τι θέλει κάνει.
Ο ίδιος μας τα εξηγεί άλλωστε πάρα πολύ ξεκάθαρα στο σημείωμα που συνοδεύει την παρούσα έκδοση, μιλώντας για τον εκρηκτικό χαρακτήρα των στίχων του Κώστα Τριπολίτη και για το πώς τα ηχητικά όρια της λαϊκής ορχήστρας στις αρχές της δεκαετίας του 1980 –όταν γνωρίσαμε τον Επιβάτη σε δύο διαφορετικές εκδοχές, με τις φωνές της Μαρίας Φαραντούρη και της Μαργαρίτας Ζορμπαλά– εμπόδισαν την αιτούμενη έκρηξη, στρέφοντας αναγκαστικά το υλικό σε διαφορετική κατεύθυνση. Θέτει μάλιστα κι ένα πολύ ενδιαφέρον ζήτημα, λέγοντας ότι τα πράγματα κινήθηκαν τότε προς τον αμερικάνικο ήχο· κάτι που έπληξε τελικά την ελληνικότητα των τραγουδιών.
Αλλά καθώς διάβαζα το σημείωμα, πριν καν βάλω τον Επιβάτη Του 2014 να παίξει, δεν μπόρεσα να σταματήσω μια φωναχτή σκέψη: μα τι λέει; Τόσο λάθος τα θυμάμαι;
Επέστρεψα λοιπόν στους αρχικούς Επιβάτες προκειμένου να φρεσκάρω τη μνήμη και να εντοπίσω αυτό το «έλλειμμα» ελληνικότητας. Δεν μπόρεσα. Στη μεν εκτέλεση της Φαραντούρη βρήκα λόγιες-λαϊκές γραμμές ήδη οικείες από προηγούμενες θεοδωρακικές καταθέσεις, με τα λαμπερά μπουζούκια του Κώστα Παπαδόπουλου και του Λάκη Καρνέζη να πρωτοστατούν. Ελληνοπρεπέστατη βρήκα όμως και την ενορχήστρωση του Τάσου Καρακατσάνη στην κατά Ζορμπαλά εκδοχή, την οποία έφεραν σε πέρας μουσικοί καλά εξοικειωμένοι με τον χατζιδακικό κόσμο (Γρηγορέας, Κυπραίου, Ροδουσάκης, Βράσκος). Περί εκρηκτικότητας δε, να δεχτώ ότι η Ζορμπαλά βγήκε πιο λυρική από όσο ζητούσαν οι συγκεκριμένοι στίχοι, αλλά η Φαραντούρη;
Αποδεχόμενος ότι πιθανόν ο Θεοδωράκης έχει κάτι στο μυαλό του το οποίο δεν πιάνω, επέστρεψα στο 2014 και συνέχισα την ανάγνωσή μου. «Την έκρηξη την πραγματοποιούν η ορχήστρα και ο τραγουδιστής», τονίζει ο δημιουργός, αιτιολογώντας έτσι την επανακυκλοφορία του Επιβάτη (αλλά και του Ραντάρ) με αναθεωρημένη ενορχήστρωση και ερμηνεία. Η Λαϊκή Ορχήστρα «Μίκης Θεοδωράκης» ανέλαβε λοιπόν τον πρώτο τομέα –σε διεύθυνση του ίδιου του μεγάλου μας συνθέτη, παρακαλώ– ενώ ο δεύτερος ανατέθηκε στη Φωτεινή Δάρρα: «από καιρό πίστευα ότι τόσο φωνητικά όσο και ερμηνευτικά ανταποκρινόταν απόλυτα στις νέες αντιλήψεις μου για τη μορφή της νέας ερμηνείας», γράφει ο Θεοδωράκης, συμπληρώνοντας πως μέχρι τώρα δεν της δόθηκε η ευκαιρία «να μας δείξει τον αληθινό μουσικό εαυτό της». Δεν σας κρύβω ότι έξυσα το κεφάλι μου αμήχανα: έχοντας παρακολουθήσει το μεγαλύτερο τμήμα της δισκογραφίας της Δάρρα, αδυνατούσα να καταλάβω από πού πήγαζε μια τόσο σθεναρή εμπιστοσύνη.
Οι νέες ενορχηστρώσεις και η εκτέλεσή τους από τη Λαϊκή Ορχήστρα «Μίκης Θεοδωράκης» στάθηκαν επιτυχημένες. Δικαιολόγησαν την ύπαρξή τους, ίσως δε να αποδείχθηκαν και πιο δυνατές από το μήνυμα των τραγουδιών. Το οποίο ναι μεν προβάλλεται ως «επίκαιρο», μα στα δικά μου αυτιά ηχεί κομματάκι μεταπολιτευτικό, κλειδωμένο σε μια συγκεκριμένη ιδεολογική θέα των πραγμάτων. Δέχομαι πάντως πως η ουσία των στίχων του Τριπολίτη –η σύγκρουση δηλαδή του πολίτη/ανθρώπου με την Εξουσία– παραμένει αδέσμευτη από πολιτικά στρατόπεδα και μπορεί πράγματι να διεκδικήσει πατήματα σε μια Ελλάδα που πλέον δεν χρησιμοποιεί θαλάμους του ΟΤΕ για επικοινωνία ("Τώρα (ΟΤΕ)"), μα τα λέει μέσω Facebook. Οφείλω ωστόσο να σημειώσω πως πουθενά σε αυτήν την καινούργια ενορχηστρωτική ματιά δεν εννόησα τον Θεοδωράκη: δεν τη βρήκα «περισσότερο ελληνική» ή «λιγότερο αμερικάνικη» συγκριτικά με όσα ήδη γνώριζα· ούτε κι ένιωσα να επιτυγχάνεται κάποια καταλυτική εκρηκτικότητα, η οποία να είχε λείψει από την εκδοχή της Φαραντούρη ειδικά.
Αλλά παρά τις παραπάνω καλές βάσεις –και την αξία, ασφαλώς, του υλικού– ο δίσκος οδηγήθηκε σε μια δεινή μα όχι και τόσο αναπάντεχη ήττα, εξ αιτίας της Φωτεινής Δάρρα.
Δεν θα διαφωνήσω στο ότι ο Θεοδωράκης εν μέρει δικαιώθηκε σε όσα έγραψε για εκείνη. Πρώτη φορά σκέφτηκα ακούγοντάς την πως, πράγματι, διαθέτει ωραία φωνή· και σίγουρα πρώτη φορά μου άρεσε αισθητά κάτι δικό της (το προαναφερθέν "Τώρα (ΟΤΕ)"). Είναι επομένως φανερό πως ο Θεοδωράκης βρήκε τρόπο να «ξεκλειδώσει» ποιότητες οι οποίες μέχρι τώρα παρέμεναν σε νάρκη –και ίσως, αν μιλούσαμε για διαφορετικό υλικό, να μην ήμουν τόσο αυστηρός στην αξιολόγησή μου. Ωστόσο για να σταθεί η Δάρρα σε αυτόν τον δίσκο (αναπόφευκτα συγκρινόμενη με τη Φαραντούρη και τη Ζορμπαλά, δύο καταπληκτικές τραγουδίστριες) χρειαζόταν μια ολική ερμηνευτική αναγέννηση· πράγμα που δεν συνέβη. Κι έτσι την ακούμε εδώ να άδει «όπως συνήθως»: με απουσία δηλαδή πειθούς, οδηγώντας τις λέξεις του Τριπολίτη στο κενό, παρά τα ξεσπάσματα ή την ένταση που επενδύεται στα φωνήεντα ("Απόστημα", "Τα Σύνορα Εδώ", "Επιβάτης"). Η Δάρρα δεν τραγουδάει λάθος, δεν υπερβάλλει περισσότερο από όσο χρειάζονταν τούτοι οι θούριοι, δεν αποτολμά κινήσεις ξένες με το κλίμα του δίσκου. Απλά δεν βρίσκει τον τρόπο να συνδεθεί με όσα κλήθηκε να πει· κι ενώ βρίσκεται εκεί, τα λέει σαν να είναι ένας μακρινός παρατηρητής που διηγείται με στόμφο γεγονότα τα οποία αφορούν τρίτους.
Βρίσκοντας λοιπόν ότι αυτή η «συνήθης» ερμηνευτική εικόνα αποδεικνύεται ξεκάθαρα ανεπαρκής για τον Επιβάτη, έρχομαι πραγματικά ν' ανησυχήσω που ο Μίκης Θεοδωράκης –μα και ο Κώστας Τριπολίτης, υποθέτω– έδειξαν τέτοια εμπιστοσύνη στις δυνάμεις της Δάρρα. Παρατηρώ να επικρατεί μια όλο και διογκούμενη στρέβλωση γύρω από το ποιος (και πώς) εκπροσωπεί την «ποιότητα» ή το «εναλλακτικό» στη σύγχρονη ελληνική μουσική. Και το να ραίνονται όσοι ακόμα δεν έχουν πείσει με τις καταθέσεις τους με επαίνους από τους κατά γενική παραδοχή μεγάλους του ζωντανού παρελθόντος μας, φοβάμαι ότι τελικά βαθαίνει την κρίση. Πόσο μάλιστα αν μιλάμε για δισκογραφικές επιλογές που, κατά τ' άλλα, επιθυμούν να εκφράσουν και μια αντίσταση κόντρα στη γενικότερη Κρίση την οποία βιώνουμε.
{youtube}FLgYDG0zTog{/youtube}