Πάνε κάτι μήνες τώρα που γράφω, σβήνω, διορθώνω και φτου κι απ' την αρχή με τούτη τη δισκοκριτική. Κάπως έτσι φτάνω τώρα να την παραδίδω με τεράστια καθυστέρηση και εκτός επικαιρότητας. Για αυτό το τελευταίο, βέβαια, δεν είμαι και πολύ σίγουρος: έχω την εντύπωση ότι από τη στιγμή που ένα ηχογράφημα γίνεται διαθέσιμο στο Spotify και στις λοιπές streaming πλατφόρμες, μια συζήτηση για την αξία του δεν μπορεί να είναι ποτέ άκαιρη.

Σαν να σας ακούω τώρα να αναφωνείτε «καλά ρε παλικάρι, αν κόλλησες έτσι με δίσκο του Μουζού, πού να σου δώσουνε και τίποτα πιο σύνθετο...». Επιτρέψτε μου να διευκρινήσω, λοιπόν, ότι η δυσκολία δεν βρισκόταν στο να ξεκαθαρίσω μέσα μου αν έβρισκα καλό το νέο πόνημα του δημοφιλούς ερμηνευτή/τραγουδοποιού –αυτό συνέβη σχετικά γρήγορα. Κόλλαγα όμως στην αιτιολόγηση: ένιωθα δηλαδή ότι κάτι μου διέφευγε, ότι οι εξηγήσεις που έφερνα στο τραπέζι δεν ήταν αρκετές για να δικαιολογήσουν τη θέση μου.

Βλέπετε, η παγίδα με δίσκους όπως ο Στόχος (που, τηρουμένων των αναλογιών, ακολουθεί το διεθνές ποπ ήθος της εποχής) είναι ότι τυλίγουν το περιεχόμενό τους –τα όποια σπουδαία, καλά ή χάλια τραγούδια τους– με ένα ακαταμάχητο ηχητικό πέπλο. Έτσι κι εδώ, είναι αδύνατο να μη χαζέψεις με τα καλογυαλισμένα πνευστά, τους ροκ-φανκ κιθαρισμούς, τα στακάτα κρουστά και όλα τα υπόλοιπα άψογα εκτελεσμένα ενορχηστρωτικά κόλπα. Και είναι εύκολο να πέσεις στη λούμπα αυτή και να αρχίσεις να ψάχνεις αν και τι σου φταίει στον τεχνικό τομέα. Τα πραγματικά προβλήματα αρχίζουν, πάντως, όταν ξεκολλήσεις από το ηχητικό «μέλι» και ρίξεις μια ματιά στα τραγούδια.

Και σε αυτόν τον τομέα, ο Στόχος ακολουθεί τη διεθνή και εγχώρια πεπατημένη· επιστρατεύει μια πολυσυλλεκτική ομάδα δημιουργών (Παντελής Αμπατζής, Θέμης Καραμουρατίδης, Νίκος Μωραΐτης, Αντώνης Σκόκος κ.ά.), αλλά ψαρεύει και από την ευρωπαϊκή βιομηχανία επιτυχιών, ακολουθώντας τα χνάρια του επιτυχημένου "Φίλα Με Ακόμα". Η συγκεκριμένη πρακτική έχει βέβαια αποδειχθεί πολλάκις αναποτελεσματική στο παρελθόν και το ίδιο συμβαίνει κι εδώ: ετούτα τα ετερόκλητα τραγούδια αποτυγχάνουν να φτιάξουν ένα λειτουργικό και πιστευτό προφίλ του καλλιτέχνη Μουζουράκη.

Ο κυριότερος λόγος της αποτυχίας τους είναι ότι δεν υπάρχει συμπόρευση τρόπων και στόχων. Στο "Κάτι Καλύτερο", ας πούμε, η μελωδία και η big band αντιμετώπισή της κάνουν αδύνατο να συμπονέσεις το μοναχικό κορίτσι της υπόθεσης –κάτι που ο Φοίβος Δεληβοριάς, στου οποίου τα νερά κινείται το συγκεκριμένο κομμάτι, θα είχε για ψωμοτύρι. Το "Σκουμπιντουμπιντουμπιντού", από την άλλη, στην προσπάθειά του να βγάλει μια αλλοπαρμένη παιδικότητα, σκοντάφτει τελικά μέσα στην πολυπραγμοσύνη του κι έτσι όπως μοιράζεται μεταξύ ελληνικών και αγγλικών στίχων.

Όσο για τα «χιουμοριστικά» στιγμιότυπα της δουλειάς, αντί να σε κάνουν να μειδιάσεις, σε αφήνουν απλά με ανοιχτό το στόμα –από απορία, μα και από δυσάρεστη έκπληξη. Δεν ξέρω για εσάς, πάντως εγώ δεν βρήκα καθόλου διασκεδαστικό το ζευγάρωμα λέξεων όπως «χαμάμ», «ιμάμ», «Σαντάμ», «Γης Μαδιάμ» και όλων των εις «-αμ» στο "Madame (Padam Padam)", τον ανασκολοπισμό δηλαδή του γνωστού τραγουδιού της Edith Piaf, ο οποίος αγγίζει μάλιστα τα όρια του εγκλήματος από τη στιγμή που περιλαμβάνει και σαμπλ της μεγάλης ερμηνεύτριας. Το ότι το συγκεκριμένο κομμάτι επιλέχθηκε ως ραδιοφωνική αιχμή του άλμπουμ, δείχνει σαφώς ότι κάποιοι στις (πάλαι ποτέ) μεγάλες δισκογραφικές παραμένουν ανεπίδεκτοι μαθήσεως...

Σημαντική ευθύνη για τη χαμηλή πτήση του Στόχου φέρει όμως και ο ίδιος ο Μουζουράκης. Πέρα από το ότι υπογράφει σχεδόν το ένα τρίτο των συνθέσεων, δεν καταφέρνει πάντα με τις ερμηνείες του να δώσει ψυχή, να πείσει για όσα τραγουδάει. Ακόμα κι όταν του τυχαίνει ένα πραγματικά καλό τραγούδι –όπως το "Θεριά Όνειρα" των Απόστολου Βαλαρούτσου & Κώστα Ξηρομερίτη– μοιάζει να μην ξέρει πώς να το διαχειριστεί, εκφέροντας τα κουπλέ με έναν εντελώς εκτός κλίματος στόμφο. Αντίθετα, τα πιο ροκ στιγμιότυπα, όπως το ρεφραίν του προαναφερθέντος τραγουδιού ή το σοουλάτο "Απλά", αποδεικνύονται μεν στο δυνατό του σημείο, αποτελούν δε μειοψηφία στο συνολικό υλικό.

«Είναι δύσκολο να είσαι αστέρι, να είσαι τόσο γαμάτος όσο εγώ», τραγουδάει ο Πάνος Μουζουράκης στο ακροτελεύτιο κομμάτι του Στόχου, “Σονάτα Σε Ντο Μείζονα Για Πιάνο, Τέσσερα Χέρια Και Φωνάρα”. Και, ξέρετε, προσωπικά τον συμπονώ. Γιατί δεν είναι ό,τι καλύτερο να καλείται να κάνει τον ζογκλέρ για χάρη της... αστεροσύνης και του κυνηγιού του ραδιοφωνικού χιτ, ισορροπώντας ανάμεσα στο γκροτέσκο και στο ρομαντικό, στη σαχλαμάρα και στην ουσία, στην (αμπελο)φιλοσοφία και στην πεζότητα. Είναι δύσκολα εγχειρήματα αυτά και παρότι εδώ έγινε πράγματι προσπάθεια να ειπωθούν κάποια πράγματα (τουλάχιστον σε σχέση με τις προηγούμενες δουλειές του καλλιτέχνη), η τελική «στρογγυλοποίηση» τα έφερε έτσι ώστε στα αυλάκια του Στόχου να μη διασώζονται παρά ελάχιστα ψήγματα από τις καλλιτεχνικές προθέσεις όσων ανακατεύτηκαν στη δημιουργία του.

 

{youtube}wLsgOYWBxmE{/youtube}

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured