Πληκτρολογώντας κανείς Sancho 003 σε κάποια μηχανή αναζήτησης, διαπιστώνει πως αυτό που χρησιμοποιείται συχνότερα ως προσδιοριστικό της μουσικής τους είναι η λέξη «κινηματογραφική». Και παρότι σε γενικές γραμμές ο όρος δείχνει ως ένας νεολογισμός άνευ ουσιαστικού περιεχομένου, στην προκείμενη περίπτωση ίσως τελικά να έχει μία υπόγεια σύνδεση με την πραγματικότητα. Διότι οι συνθέσεις των Φώτη Σιώτα (βιολί και συνθεσάιζερ) & Κώστα Παντέλη (κιθάρα) για το Muzga έχουν μία ιδιαίτερη σχέση με την εικόνα: γραμμένες αρχικώς για να αποτελέσουν το ηχητικό μέρος δύο χορευτικών παραστάσεων της ομάδας Sinequanon, μοιάζουν να έχουν έμφυτη την τάση να περιγράψουν μια οπτική πραγματικότητα.
Και τώρα που ως δίσκος μουσικής το Muzga είναι στερημένο από τις οπτικές του συνδηλώσεις, η παραπάνω ιδιότητα διατηρείται ως λόγος εν δυνάμει εικονοπλαστικός· ως ηχητικό ερέθισμα που διεγείρει αυτή την «εσωτερική όραση». Κάντε το γνωστό πείραμα: χαμηλώστε τον φωτισμό, βάλτε ακουστικά, ξαπλώστε κάπου αναπαυτικά και αφήστε το να κάνει τη δουλειά του… Πέραν τούτων, το άλμπουμ έχει και αυθύπαρκτο μουσικό ενδιαφέρον. Παίζοντας εξ ορισμού στο ανάμεσα, δημιουργεί έναν ηχητικό τόπο μεθοδικά δομημένο στους κανόνες μιας ρευστής ηχητικής αρχιτεκτονικής. Ελίσσεται επιδέξια μεταξύ μουσικών πεδίων, διεισδύει σε αρκετούς χώρους για να «δανειστεί» τις διαφορετικές τους νοο-τροπίες (τρόπους δηλαδή του μουσικού νου), μα τελικώς διαμορφώνεται (πρακτικώς και θεωρητικώς) μεταξύ της απτής απόστασης της φυσικής θέσης των δύο μουσικών.
Λειτουργεί δηλαδή ως ένας κώδικας, κοσμοπολίτικος και «πολυπολιτισμικός» όσον αφορά στις αφετηρίες του, μα σαφώς προσωπικός και «εδώ» ως προς το αποτέλεσμα. Ένας κώδικας, ο οποίος συν-διαμορφώνεται από δύο οξυδερκείς μουσικούς με αρκετές –ήδη– παραστάσεις στη μέχρι τώρα πορεία τους (η οποία ξεκινά από συγκροτήματα όπως οι Πίσσα & Πούπουλα, οι Ziggy Was ή οι Ποδηλάτες του Φάμελλου και συνεχίζει σε μουσικές συντροφιές όπως αυτή του Γιάννη Αγγελάκα ή του Θανάση Παπακωνσταντίνου).
Επί του πρακτέου, το ζήτημα φαντάζομαι έγκειται στη διάθεση του δημιουργού να αφεθεί, να ρίξει μία ιδέα και να την αφήσει να τον οδηγήσει. Εδώ, οι λούπες που κυριαρχούν στο κομμάτι της μετουσίωσης, εξυπηρετούν αυτόν τον σκοπό· δηλώνουν την αρχική ιδέα και, δημιουργώντας μία σταθερή βάση, καθιστούν εφικτό αυτό το πολυσυλλεκτικό και πολυδαίδαλο διάνθισμά της. Εξυπηρετούν, βεβαίως, και μια πρακτική ανάγκη. Δύο άνθρωποι είναι βιολογικά περιορισμένοι σε τέσσερα συνολικά χέρια και εδώ τα θέματα αναπτύσσονται κατ’ αντιστοιχία με τον λίθινο σκελετό ενός σπιτιού. Το ένα θέμα προστίθεται στο προηγούμενο, εμπλουτίζοντάς το, δημιουργώντας μαζί του ένα νέο πληρέστερο σώμα.
Έτσι λειτουργεί και το άλμπουμ ως σύνολο. Από τις αναφορές του Σιώτα σε έναν μινιμαλιστικό νεοκλασικισμό ή ήχους περισσότερο ριζωμένους σε ετούτη –την ανατολική– πλευρά της Μεσογείου, έως τις γραμμές της κιθάρας του Παντέλη, οι οποίες μεταμορφώνονται πότε σε βόμβους («καρφώνοντας» το αποτέλεσμα στη μελαγχολική μας συγχρονικότητα), πότε σε ρέοντα αρπίσματα, προσδίδοντας μία πολυπόθητη «ανοικτότητα».
Δεν είναι εύκολος αυτός ο συγκερασμός αρωμάτων και συναισθημάτων που επιχειρούν οι Sancho 003 στο Muzga, όσο απλή κι αν μοιάζει η επιτέλεση. Αλλά όχι μόνο καταφέρνουν να ντύσουν με νόημα αυτό το κολλάζ ήχων, μα πηγαίνουν το θέμα και ένα βήμα παρακάτω σε σχέση με το προ τριετίας ντεμπούτο τους, We Buy Gold.
{youtube}anVnal3mvOY{/youtube}