Δύσκολοι καιροί για λαϊκές πριγκίπισσες. Ήταν η φράση που μου ήρθε πολλές φορές στο μυαλό ακούγοντας τη Σοφία Παπάζογλου να τραγουδάει στο καινούργιο της άλμπουμ Μην Της Μιλάς Της Μοναξιάς Στον Ενικό –όπου η νεαρή ερμηνεύτρια συνάντησε το μπουζούκι του βετεράνου Χρήστου Νικολόπουλου, με τον στιχουργό Νίκο Αναγνωστάκη να συμπληρώνει τη δημιουργική τριάδα. Τριάδα που, σε καιρούς όπου λαϊκά τραγούδια γράφονται όλο και πιο σπάνια, θέλησε να μας θυμίσει μ’ αυτή τη δουλειά ότι το είδος υπάρχει ακόμα.
Αν κάτι αποδεικνύει ο Χρήστος Νικολόπουλος εδώ, είναι ότι οι δεκάδες επιτυχίες που μας έχει χαρίσει κάθε άλλο παρά του έχουν στερήσει τον οίστρο και την ικανότητα να γράφει αξιόλογες συνθέσεις. Ακόμα κι αν δεν προκαλούν την εντύπωση του παρελθόντος, τα τραγούδια του διακρίνονται για το ύφος και για την ταυτότητά τους. Και ξεσηκωτικά τσιφτετέλια θα ακούσετε λοιπόν στο Μην Της Μιλάς Της Μοναξιάς Στον Ενικό και λάγνα οριεντάλ και νοσταλγικά χασάπικα και γνήσια ζεϊμπέκικα και ρυθμικά χασαποσέρβικα. Κυρίως, όμως, θα θαυμάσετε για άλλη μια φορά τη δεινότητα του Νικολόπουλου στις λαϊκές μπαλάντες (άλλοτε πιο δυναμικές, άλλοτε πιο ερωτικές). Στο ηχητικό αποτέλεσμα σημαντικό ρόλο έπαιξε και ο Ανδρέας Κατσιγιάννης, ψυχή της Εστουδιαντίνας της Νέας Ιωνίας, ο οποίος με την πλούσια μα καθόλου φλύαρη ενορχήστρωσή του –μέχρι και πορτογαλικό λαούτο χρησιμοποίησε– έδωσε την απαραίτητη ένεση φρεσκάδας στις συνθέσεις του Νικολόπουλου.
Όλα τα παραπάνω φτιάχνουν ιδανικές συνθήκες ώστε να ξετυλίξει η Σοφία Παπάζογλου το μεγάλο της ταλέντο. Θα επαναλάβω το ξαναειπωμένο –εντούτοις απαραίτητο– ότι πρόκειται για μία από τις 3-4 καλύτερες φωνές που έχουν εμφανιστεί τα τελευταία χρόνια. Και θα σημειώσω ότι, ενώ και σε προηγούμενες (περισσότερο «έντεχνες») δουλειές της το αποτέλεσμα ήταν εξαιρετικό, εδώ έχω την εντύπωση ότι η Παπάζογλου βρέθηκε στον πλέον «φυσικό» της χώρο. Υπηρετώντας το δίπολο δωρικότητα και πάθος με υποδειγματικό μέτρο, η ερμηνεία της βγάζει εν τέλει τέτοια αυθεντικότητα, ώστε συχνά θυμίζει μεγάλες λαϊκές ερμηνεύτριες του παρελθόντος, χωρίς ωστόσο σημάδια μιμητισμού.
Αν κατάφερναν και οι στίχοι να ακολουθήσουν από κοντά τα όσα φτιάχνουν συνθέσεις, ενορχήστρωση και ερμηνείες, θα μιλούσαμε για έναν πολύ δυνατό δίσκο. Όμως, η εμμονή του Αναγνωστάκη με κάποια θέματα και κυρίως ο τρόπος έκφρασής του, οδηγεί το Μην Της Μιλάς Της Μοναξιάς Στον Ενικό ακόμα και σε γραφικότητες.
Στο μεγαλύτερο μέρος των στίχων κυριαρχεί ο έρωτας. Ο Αναγνωστάκης προσπαθεί να είναι γλαφυρός, όμως στις περισσότερες περιπτώσεις συναντάμε χιλιοειπωμένα σχήματα περί μοναξιάς, απόρριψης και ανεκπλήρωτων αισθημάτων, δοσμένα με υπερβολική, μελό συναισθηματικότητα. Κι αν σε σχέση με τον έρωτα αυτή η γραφή βγάζει τουλάχιστον μία σταθερή ομορφιά, όταν καταπιάνεται με άλλα θέματα –όπως π.χ. την αγάπη για τη Θεσσαλονίκη (“Θεσσαλονίκη Πόλη Μαγική”) ή την κριτική στο κοινωνικό γίγνεσθαι (“Αχ Αυτοί Οι Καιροί”)– τα πράγματα γίνονται πολύ χειρότερα. Είναι απίθανο να γραφτεί σήμερα ένα νέο “Θεσσαλονίκη Μου”, με αναφορές στην αρμύρα του Βαρδάρη, στον λευκό τον Πύργο και στη λάμψη που έχουν τα μάτια της πόλης με της Παναγιάς τη χάρη. Και δύσκολο να δοθεί μια νότα αισιοδοξίας μέσα στην κρίση με φράσεις όπως «θα περάσει απ’ τη βελόνα η κλωστή» και «θα στείλει ο Θεός ένα φιλί».
Παρά λοιπόν τις αρετές του, δεν νομίζω ότι μ’ αυτό το στιχουργικό περιεχόμενο το Μην Της Μιλάς Της Μοναξιάς Στον Ενικό θα καταφέρει να αφήσει το στίγμα μιας σημαντικής λαϊκής δουλειάς. Παραμένει πάντως ένας δίσκος που του αξίζει να προβληθεί για τα όσα συνεισφέρουν Νικολόπουλος και Παπάζογλου, ειδικά σε καιρούς ανομβρίας λαϊκών ακουσμάτων.
{youtube}5fz94gYvD0A{/youtube}