«Ο πιο όμορφος κόσμος είναι σα σωρός από σκουπίδια χυμένα στην τύχη». Σε αυτό το ρητό του Ηράκλειτου, αλλά και σε δικές του καταγραφές ονείρων και εσωτερικών μονολόγων, βασίστηκε ο Μανώλης Φάμελλος για να στήσει το υλικό του 10ου στούντιο άλμπουμ του. Και, κάπου στη διαδρομή, φαίνεται ότι ξαναβρήκε τον προς στιγμή χαμένο καλλιτεχνικό προσανατολισμό του.
Η μετοχή του τραγουδοποιού στο εγχώριο μουσικό κύκλωμα υπέστη, ομολογουμένως, μεγάλη πτώση τα τελευταία χρόνια. Θες η υπερέκθεσή του στα μέσα μια εποχή; Θες η εμπλοκή του σε θεσμούς όπως το Φεστιβάλ Τραγουδιού Θεσσαλονίκης; Θες οι ολοένα και πιο τυπικές δισκογραφικές δουλειές; Από τα μέσα πάντως της προηγούμενης δεκαετίας και μετά, το κοινό σα να έπαψε να ενδιαφέρεται τόσο πολύ γι’ αυτόν. Τώρα, ακούγοντάς τον να τραγουδά «Δάφνες φορώντας στα μαλλιά ανέβηκα στον θρόνο/Και στάθηκα απ’ όλους πιο ψηλά, μα τι ζητούσα εκεί;» και «Τυχερός είμαι που έχασα και κύλησα ξανά/Στο θόρυβο μέσα του δρόμου/Βρήκα τα λόγια τα αληθινά κι άκουσα τη μουσική», νιώθει κανείς ότι το σκάσιμο της «φούσκας» και η συνειδητοποίηση της «πτώσης» τροφοδότησαν την καλλιτεχνική φλόγα που καίει στην καρδιά του Τι Υπάρχει Πιο Πέρα;
Αυτό που γίνεται κατ’ αρχάς προφανές εδώ είναι η αδιαφορία του Φάμελλου για το κυνήγι του ραδιοφωνικού χρόνου και για την ικανοποίηση των οπαδών του: «αμελεί» να συμπεριλάβει στον δίσκο κάποιο εν δυνάμει σουξέ. Αντιθέτως, σαν ονειροπαρμένος, ακολουθεί στα 14 αυτά τραγούδια αποκλειστικά αργούς ρυθμούς και χαμηλούς τόνους, δίνοντας χώρο στην πιο φολκ πλευρά του και στα ακουστικά όργανα (κιθάρες, μαντολίνο, γιουκαλίλι, πιάνο, κοντραμπάσο, κουαρτέτο εγχόρδων). Συνάμα, διακριτικά ηλεκτρονικά, θόρυβοι, αλλά και το θέρεμιν της Nalyssa Green συμβάλλουν στη δημιουργία της ατμόσφαιρας μέσα στην οποία αναπτύσσονται οι –πολλές φορές– παράδοξες και ποιητικές αφηγήσεις των στίχων.
Και τα καταφέρνει αρκετά καλά. Γιατί και πολλές δυνατές μελωδίες βρίσκει κανείς στο Τι Υπάρχει Πιο Πέρα; και συγκινήσεις, μα και λόγους για να επιστρέψει και να ξανακούσει. Λίγοι έχουν άλλωστε την ικανότητα να αποδίδουν, όπως ο Φάμελλος, τη διάφανη μελαγχολία που διέπει “Το Παλιό Ξενοδοχείο Του Θανάτου”, τη μυστηριακή ατμόσφαιρα της “Γυάλινης Σφαίρας” ή τον διακριτικό λυρισμό του “Τρύπια Μέρα”. Κι αν μερικά κομμάτια κουράζουν κάπως λόγω της διάρκειάς τους ή κάποια άλλα (λίγα) δεν καταφέρνουν να κρατήσουν το ενδιαφέρον, αυτά τα μειονεκτήματα αντισταθμίζονται με το παραπάνω από το δυνατό σύνολο.
Δεν κρύβει λοιπόν ιδιαίτερες εκπλήξεις το Τι Υπάρχει Πιο Πέρα; του Μανώλη Φάμελλου για όποιον παρακολουθεί τη δισκογραφία του. Είναι όμως ένας δίσκος που ακούγεται, για πρώτη φορά μετά από αρκετά χρόνια, να προέκυψε από τη γνήσια ανάγκη του δημιουργού του για έκφραση και όχι απλώς για να δώσει ξανά το παρών στο, ξεφτισμένο πια, δισκογραφικό πανέρι. Και, το πιο σημαντικό, αυτή η ανάγκη έκφρασης μεταφράστηκε τελικά σε μουσική άξια –και με το παραπάνω.