Όταν έχεις να πεις πολλά, καλύτερα να ξεκινάς από τα βασικά. Και για έναν τριπλό δίσκο σε έκδοση ασυνήθιστη για τα στάνταρ της εποχής του downloading, που περιέχει (λέει) τζαζ και φέρει το όνομα μιας πάλαι ποτέ σταρ της ποπ, έχεις σίγουρα να πεις πολλά. Πριν όμως από όλα αυτά, σημασία έχει να πούμε ότι η Αλέξια τα κατάφερε καλά στο Re-Be. Ξεκάθαρα καλά.
Παρένθεση #1, για να τοποθετηθούν κάποια πράγματα στη θέση τους. Ξενίζει ίσως αρκετούς ότι η Αλέξια επιστρέφει στη δισκογραφία κάνοντας τζαζ. Από το “Κανένας Δεν Μας Σταματά” και το “Τα Κορίτσια Ξενυχτάνε” ως το πετράδι στο στέμμα της αφροαμερικανικής κουλτούρας μεσολαβεί μια απόσταση η οποία δεν διανύεται έτσι απλά. Σωστά. Μόνο που η Αλέξια έχει εδώ και πολλά χρόνια ξεκινήσει το ταξίδι της, απλά ευάριθμη μερίδα κοινού έπαψε να την παρακολουθεί και, επομένως, νομίζει ότι έχει να κάνει με μια απότομη μετάβαση ενώ, στην πραγματικότητα, το Re-Be αποτελεί φυσική απόληξη μιας διαδρομής που, μεταξύ άλλων, περιλάμβανε το Κεκλεισμένων Των Θυρών, το In A Jazz Mood και τον δίσκο με τα τραγούδια του Μίκη Θεοδωράκη. Δεν λέω πως ήταν όλα επιτυχημένα πειράματα. Πάντως η Αλέξια δοκίμασε τα βήματά της, προσέκρουσε σε αδιέξοδα, έμαθε από αυτά.
Στο Re-Be, λοιπόν, η Αλέξια δεν έχει βάλει εύκολα σε κανέναν –ούτε στον εαυτό της, ούτε στον πιθανό ακροατή. Ο δίσκος είναι τριπλός, πολυδαίδαλος και αρθρωμένος ως ένας ιδιωτικός διάλογος που καθίσταται δημόσιος, επιλογή η οποία υπαγορεύει να υπάρχουν αφηγηματικά μέρη μετά μουσικής δίπλα στα τραγούδια. Δομή συχνά δυσπροπέλαστη, η οποία απαιτεί να παρακολουθείς τους στίχους και να αφοσιωθείς στην ακρόαση. Πραγματικά, μόνο αν ακούσεις προσεκτικά αυτόν τον δίσκο (και με καλά ακουστικά) θα πιάσεις τις λεπτές του αποχρώσεις και όλα εκείνα που τον καθιστούν όμορφο, πέρα από μια γενικότερη αισθητική την οποία εκπέμπει σε πρώτη επαφή.
Παρένθεση #2: η Αλέξια έφτιαξε έναν δίσκο όπως τον ήθελε εκείνη, αδιαφορώντας για πολλές από τις τρέχουσες συμβάσεις της δισκογραφίας και κυρίως για τον «χρυσό»(;) κανόνα του λιγότερο=περισσότερο. Κάτι που βοηθά ιδιαίτερα στο να περάσεις πρόθυμα χρόνο με το Re-Be είναι η άξια συγχαρητηρίων έκδοσή του: το χάρτινο κουτί, τα φτιαγμένα σαν παλιά 45αράκια CD, το πολυσέλιδο, δίγλωσσο και φροντισμένο στην εντέλεια συνοδευτικό βιβλιαράκι. Όλο και πιο σπάνια συναντάς μια τόσο συνολική αισθητική στη δισκογραφία του 21ου αιώνα.
Πάμε στα δύσκολα, όμως: εντάξει η Αλέξια πλέον κάνει τζαζ και μάλιστα δεν βάζει μόνο τη φωνή, μα υπογράφει τις συνθέσεις, γράφει τους στίχους, εμπλέκεται ενεργά στις ενορχηστρώσεις μα και στους αυτοσχεδιασμούς, παίζει πιάνο, αναλαμβάνει την παραγωγή. Αλλά τι είδους τζαζ κάνει η Αλέξια; Ποιος είναι ο κόσμος της, πώς τον υπηρετεί, τι κομίζει σε αυτό τον πλούτο;
Στην πραγματικότητα, η Αλέξια δεν κάνει τζαζ στο Re-Be. Και ίσως εδώ να κρύβεται το μυστικό πάνω στο οποίο ισορροπεί ο τολμηρά τριπλός αυτός δίσκος και, εν τέλει, επιτυγχάνει. Πότε ανατρέχοντας στους νοσταλγικούς ήχους των μεγάλων ορχηστρών και πότε βουλιάζοντας στις μεθόδους αυτοσχεδιασμού των πιο σύγχρονων ρευμάτων, πότε ενθυμούμενη τη Billie Holiday και πότε κινούμενη μακριά από το παράδειγμά της, η Αλέξια λαμβάνει αφορμές από τον κόσμο της τζαζ. Αφορμές για να υψώσει το δικό της τραγούδι, το οποίο δανείζεται και από τον αστραφτερό κλασικό κόσμο (χωρίς, προσέξτε, να γίνεται δημιουργική μουσική), χρησιμοποιεί τα μεσογειακά ηχοχρώματα χωρίς να καταντά ethnic, καθίσταται ανατολίτικο δίχως να κοκκινίζει, δεν διστάζει να προβάλλει την ελληνικότητά του σε κάποια τραγούδια (τα περισσότερα τραγουδιούνται σε άριστα εκφερόμενα Αγγλικά) και δεν απαρνιέται, ενίοτε, έναν ηλεκτρισμό με ροκ καταβολές ή την ηλεκτρονική κουλτούρα, αλλά ούτε και την ιδιαίτερη κυπριακή του ταυτότητα (“Κυπριακό”, “Famagusta”).
Φυσικά, σε ένα τόσο φιλόδοξο πλάνο κάποια πράγματα ξεφεύγουν –ακόμα κι αν δεχτούμε τη συνισταμένη ότι για την ίδια τη δημιουργό κάθε σημείο ήταν και μια απαραίτητη ψηφίδα σε τούτο τον διάλογο με το εσώτερο είναι της. Μια αίσθηση φλυαρίας γίνεται εμφανής, ειδικά στις πιο μεγάλες σε διάρκεια συνθέσεις, που όλες σχεδόν θα μπορούσαν –πιστεύω– να έχουν λειτουργήσει εξαιρετικά και σε πιο συντομευμένες εκδοχές. Κάποια δε κομμάτια θα μπορούσαν και να έχουν απαλειφθεί, όπως λ.χ. το “Σώμα” ή το “You And I”, τα οποία βαραίνουν αναίτια το δεύτερο CD. Τέλος, παρότι η Αλέξια γενικά τραγουδάει εξαιρετικά (όσοι έχετε να την ακούσετε από τότε, θα εντυπωσιαστείτε με την ερμηνευτική της ωρίμανση), υπερεκτιμά σε σημεία τις δυνάμεις της, π.χ. όταν γρατζουνάει τον λαιμό της προσπαθώντας να παράγει ένα «μαύρο» ηχόχρωμα (“Must Save The Day”) ή όταν αφήνεται σε λαρυγγισμούς δίχως αίσθηση μέτρου (“The Singer And Her Voice”, “Θεσσαλονίκη”, “The Street That I Live (Marita’s Song)”). Σε τέτοια πράγματα θα της είχε ίσως φανεί χρήσιμος ένας παραγωγός, με αποτέλεσμα ένα σύνολο με καλύτερη οικονομία και, τελικά, ακόμα πιο δυνατό.
Κλείνοντας, να πω ότι δεν προσυπογράφω τον ενθουσιασμό τον οποίον έδειξαν άλλοι για τον δίσκο, καθώς πιστεύω ότι υπολείπεται κατά τι αυτού που λέμε «σημείο αναφοράς» (θα έβαζα 7,5 στα 10 αν το σύστημα βαθμολογίας επέτρεπε τα μισά). Ωστόσο, η Αλέξια πείθει ότι μπορεί να φτάσει τελικά σε κάτι τέτοιο σε μελλοντική της κυκλοφορία, καθώς έχει εμφανώς πραγματοποιήσει άλματα σε πολλούς τομείς ταυτόχρονα. Διόλου αμελητέο όμως ας μην είναι, για την ώρα, το γεγονός ότι παραδίδει ένα γενναίο και πολύ καλό άλμπουμ, το οποίο θα σύστηνα σε οποιονδήποτε έχει σοβαρό ενδιαφέρον για την ελληνική μουσική δημιουργία της εποχής μας.