Πολλά πράγματα υπήρξε ο Νότης Σφακιανάκης, στα οποία δεν κρύβω ότι θα τοποθετούσα αρνητικό πρόσημο. Εν μέσω γαριφάλων, αμπελο-θυμοσοφιών και φαβοριτών-στιλέτο, τα τραγούδια του εξέφρασαν μια γενιά αποχαυνωμένη από την ημιμάθεια και βουλιαγμένη στην επίπλαστη ψευδο-ευδαιμονία –εκείνη που ανατινάχθηκε τώρα, 30 χρόνια μετά την ιστορική της αφετηρία, φέρνοντάς μας μπροστά σε χρεοκοπίες και ΔΝΤ. Όταν η κριτική έπρεπε να σταθεί με παρρησία απέναντι στο φαινόμενο Notis δεν το έπραξε: αντιθέτως, θυμάμαι ακόμα και ποιοτικές υπογραφές να τη βγάζουν με κάτι «OK Notis» τσιτάτα μπροστά στα δύσκολα. Τώρα, το μόνο εύκολο να χλευάσεις τον εκπεσόντα βασιλέα της νεοελληνικής πίστας, ειδικά αν διεκδικεί το παρόν με έναν τόσο κακό δίσκο όσο το Ματωμένο Δάκρυ “Κοινωνικόν” –πρώτο μέρος μιας σχεδιαζόμενης τριλογίας.  Πάντως, ο ίδιος ο Notis δεν υπήρξε ποτέ του κίβδηλος. Ίσα-ίσα, του το αναγνωρίζω αυτό: για τα ίδια πράγματα μιλούσε και τραγούδαγε και τότε, για τα ίδια και τώρα. Φλογερός ιεροκήρυκας στάθηκε όταν το κύμα τον ανέβασε σε λαοφιλή ύψη εν μέσω τσιφτετελιών, ζεϊμπέκικων και χειροκροτητών της νεοελληνικής λεβεντομαλακίας, παθιασμένος ιεροκήρυκας παραμένει τώρα που εκείνο το κύμα τον ξέβρασε σε ακτές με λίγους συνοδοιπόρους και τα μπουζούκια έχουν δώσει τις θέσεις τους στις ροκιές. Γιατί σε ροκ ύφος βρίσκει τον Νότη Σφακιανάκη το Ματωμένο Δάκρυ “Κοινωνικόν”: οι ηλεκτρικές κιθάρες χτίζουν την πλινθοδομή του –σε απόλυτη αρμονία με τον μακρυμάλλη καουμπόι που φιγουράρει κάπου στο εσωτερικό του booklet δίπλα στον Notis– με μοναδική έκφανση λαϊκότητας σε όλο το άλμπουμ εκείνο το νέι το οποίο κλαίει στον ώμο μιας λύρας στο “Δεν Υποχωρώ”. Μαυροντυμένος, ο Σφακιανάκης ηγείται εδώ ενός τυπικού ροκ κουαρτέτου. Όμως, το κοινωνικό κήρυγμα του Notis και η θέλησή του να τοποθετηθεί ως ενεργός πολίτης με το νέο του άλμπουμ είναι τελικά πράγματα τόσο πειστικά όσο και οι παλιοροκάδικες μελωδίες που επιστρατεύει ως μελωδικό φόντο. Γιατί το ροκ του Σφακιανάκη είναι ένα ροκ τόσο χιλιοφορεμένο, ώστε καταντά ακίνδυνο: όσο και να σκούξει η ηλεκτρική, το γεγονός ότι η ενορχήστρωση και η παραγωγή δεν μπαίνουν στον κόπο να δουν τα πράγματα με μια λιγότερο 1970s λογική σημαίνει ότι η όποια ένταση και οργή εξαντλείται σε ένα ξεμπούκωμα, επιτρέψτε μου τον λαϊκισμό, που δεν είναι μάλιστα και αντίθετο με κάποιες mainstream ραδιοφωνικές λογικές. Σε ευθεία αναλογία, οι στίχοι του Νίκου Βαξαβανέλη (“Ο Μπόγιας”), του Βασίλη Γιαννόπουλου (“Άκου Φίλε”), του Χρήστου Κρετσόβαλη (“Ήταν Τρελλός”) ή του Κώστα Στάθη (“Δεν Υποχωρώ”) δεν κάνουν κάτι παραπάνω από το να πετούν μερικά πυροτεχνήματα –λ.χ. τα παιδιά των Εξαρχείων στις κλούβες ή το τσιγάρο του Σολομώντα Σολωμού– να τα τυλίγουν ύστερα στη λαδόκολλα του ηρωισμού και του «απέξω» και να στα πωλούν τελικά ως τεκμήρια αντισυμβατικότητας και ανησυχίας. Φτηνιάρικο, λιγδωμένο σουβλάκι παρουσιαζόμενο ως γκουρμέ, με πιο κραυγαλέο ίσως παράδειγμα αυτό το τετράστιχο του Κρετσόβαλη από το “Εξαρτημένοι Καλλιτέχνες”: «Εξαρτημένε καλλιτέχνη άλλαξε πια αυτούς τους ήχους, γιατί κατάντησες την τέχνη άναρθρους και γελοίους στίχους/Χάριζε το γυμνό κορμί σου σε θαυμαστές και κοριτσάκια, θέλω ν’ ακούω στη φωνή σου πώς να αντέχω στα φαρμάκια». Ομολογουμένως, ο Notis ηχεί πιο πειστικά όταν οι τόνοι γίνονται πιο προσωπικοί και τα τραγούδια αναλαμβάνουν να μιλήσουν για τον γιο του, στο έξυπνα ενορχηστρωμένο με βιολί, βιόλα, όμποε και αγγλικό κόρνο “Της Ζωής Μου Το Στολίδι” ή για το βίωμα της απώλειας (“Αδελφέ Μου”). Αλλά σε αυτά προδίδει τον Σφακιανάκη η ερμηνεία του, η οποία δεν έχει εξελιχθεί ούτε σπιθαμή εδώ και τόσα χρόνια: ερμηνείες παρασυρόμενες στην έπαρση και στην αυταρέσκεια, διόλου συνάδουσες με τη στιχουργική περίσταση. Κάπως έτσι ολοκληρώνεται ένας δίσκος ο οποίος εμφανίζεται να έχει πολλά να πει, να κάνει και να δείξει, τελικά όμως βουλιάζει στα ρηχά, προσπαθώντας να αντιπαλέψει τα κακώς κείμενα της κοινωνίας με στρακαστρούκες.  

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured