Προέρχεται από καλό δίσκο η Στέλλα Κονιτοπούλου – το αφιερωμένο στα κάλαντα των ελληνικών νησιών ...Και Εις Έτη Πολλά – και παρότι λίγοι μόνο μήνες μας χωρίζουν από την κυκλοφορία αυτού, αξιοποιεί πλήρως το μομέντουμ που της έδωσε με μία ακόμα προσεγμένη δουλειά σε παραδοσιακά βήματα, απαρτιζόμενη από 30 τραγούδια και οργανικά, διαταγμένα στη διάρκεια δύο cd.  Όπως και στον δίσκο με τα κάλαντα, έτσι και στο Παραδοσιακά Τραγούδια Του Γάμου Από Όλη Την Ελλάδα πολλά και σημαντικά πράγματα διαδραματίζονται στο φόντο πίσω από τη Στέλλα Κονιτοπούλου. Εκεί καθίσταται έντονη η παρουσία πρώτα-πρώτα του Βασίλη Οικονόμου και ακολούθως διαφόρων μορφών της παραδοσιακής μας μουσικής. Ο Οικονόμου – στον ρόλο του μουσικού συμβούλου, αλλά και του οργανοπαίχτη (νταρμπούκα & κουτάλια) – αξιοποιεί πλήρως την εμπειρία του από την καλλιτεχνική επιμέλεια παραδοσιακών δρώμενων. Και, παρότι η Κονιτοπούλου κρατάει, όπως πάντα, την επιμέλεια παραγωγής, θεωρώ ως πρωτίστως δικό του επίτευγμα ότι το σύνολο διαθέτει την απαραίτητη εκείνη συνοχή, που δεν ισοπεδώνει το ιδιαίτερο χρώμα κάθε περιοχής και σύνθεσης, αλλά χτίζεται ακριβώς πάνω σε αυτό. Καθοριστικό βέβαια ρόλο διαδραματίζουν και οι εκλεκτοί μουσικοί που πλαισιώνουν την Κονιτοπούλου με συχνά υπέροχα παιξίματα: μεταξύ άλλων, συναντούμε εδώ τον Κυριάκο Γκουβέντα και τον Σωτήρη Μαργώνη στα βιολιά (θαυμάστε την κομψότητά τους στα οργανικά “Μαρς Του Γάμου” και “Γαμήλια Πατινάδα”), τον Μανώλη Καρπάθιο (στο κανονάκι), τον Αλέξανδρο Αρκαδόπουλο (στο κλαρίνο), τον Απόστολο Καρποντίνη (στο λαούτο) κ.α. Σε ένα τρίτο δε επίπεδο, σημαντικός αποβαίνει και ο ρόλος κάποιων συμμετοχών, ιδιαίτερα όταν πρόκειται για ονόματα εγνωσμένης αξίας, όπως αυτά του Σάββα Σιάτρα (δωρικά συγκινητικός στο γιαννιώτικο “Σήμερα Άσπρος Ουρανός”), του παραγνωρισμένου Γιάννη Κωνσταντίνου ή του Καρυοφύλλη Δοϊτσίδη με τις κόρες του Θεοπούλα και Λαμπριάνα.  Οι κακεντρεχείς θα περίμεναν ίσως ότι η Στέλλα Κονιτοπούλου θα αποδεικνυόταν ως ο πιο αδύναμος κρίκος του εγχειρήματος Παραδοσιακά Τραγούδια Του Γάμου Από Όλη Την Ελλάδα – κρίνοντας από τον μη παραδοσιακό τραγουδιστικό της βίο, με τα σουξέ του Φοίβου και τα σχετικά. Δεν είναι όμως καθόλου έτσι. Ίσα-ίσα που ό,τι χτίζεται στο υπόβαθρο του δίσκου ενοποιείται τελικά στην ίδια. Επιπλέον, η Κονιτοπούλου όχι μόνο αξιοποιεί τα ιδιαίτερα ηχοχρώματα της φωνής της, αλλά – με λίγες μόνο εξαιρέσεις, όπου υπεισέρχεται μια λογική μανιέρας (π.χ. στο κυθηραϊκό “Είκοσι Χρόνια Πότιζα” ή στο κρητικό “Κυπαρισσάκι Μου”) – δίνει και αρκετές καλές ερμηνείες, προσεγγίζοντας φιλότιμα τα όποια ξεχωριστά στοιχεία των τραγουδιών. Μπορεί να ακούγεται αναμενόμενα καλή στα της ιδιαίτερης πατρίδας της (π.χ. στο ναξιώτικο “Τ΄Αντρόγυνο Που Έγινε”, ή στο παριανό “Νύφη Μου Το Φρυδάκι Σου”), αξίζει όμως να την ακούσει κανείς και στο θαυμάσιο ιμβριώτικο “Τη Νύφη Μας Την Είχαμε”, στο μηλιώτικο “Χρυσό Δεντρί Σού Φέραμε”, στο “Μπαρμπέρη Τα Ξυράφια Σου” από την Κω ή στο “Σήμερις Είν’ Η Μέρα Μας” από την Καππαδοκία για να δει ότι η Κονιτοπούλου βάζει τα πολύ δυνατά της ώστε να αντιμετωπίσει τις δύσκολες απαιτήσεις τους. Πρέπει δε να τονιστεί και η ενεργή εμπλοκή της στην επιλογή του υλικού, όπως και η προσεκτική γεωγραφική διάταξη του δίσκου, ο οποίος και αντιπροσωπεύει κάποιες περιοχές-κέντρα του νεοελληνικού παραδοσιακού πολιτισμού (π.χ. Θράκη, Κρήτη, Μικρασία), αλλά και φωτίζει μικρότερες, συχνά αδίκως ξεχασμένες γωνιές, όπως το Καστελόριζο, την Ίμβρο και τη Λέρο.  Οι πιο ανήσυχοι βέβαια θα παρατηρήσουν ότι το Παραδοσιακά Τραγούδια Του Γάμου Από Όλη Την Ελλάδα δεν επιχειρεί καινοτομίες, ούτε διακρίνεται από κάποιο πνεύμα ανανέωσης της παράδοσης. Αρκείται να καταγράψει, να περπατήσει σε οικεία βήματα και να επαναναδείξει. Κατά τη γνώμη μου όμως, πέραν της αξίας αυτής καθ’ αυτής του δίσκου, την ανανέωση της παράδοσης θα πρέπει να την αιτηθούμε σε μεταγενέστερο στάδιο, όταν οι νεότερες γενιές θα αποκτήσουν μια καλύτερη σχέση μαζί της, αντί να τη βλέπουν ως ένα παλιό φολκλόρ. Για την ώρα χρειαζόμαστε τέτοιες φροντισμένες καταγραφές και έχει πιστεύω σημασία ότι μια τραγουδίστρια με το εμπορικό εκτόπισμα της Κονιτοπούλου καταπιάνεται με πράγματα στα οποία είχαν πια απομείνει μόνοι η Δόμνα Σαμίου ή ενίοτε ο Νίκος Διονυσόπουλος και διάφοροι τοπικοί πολιτιστικοί σύλλογοι. Πρώτη η Lyra ασφαλώς θα έπρεπε να το έχει λάβει υπόψη της αυτό, προβαίνοντας σε μια έκδοση με καλύτερο artwork, με τους στίχους, ίσως και με συνοδευτικά κείμενα από τον Βασίλη Οικονόμου.

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured