Προσεγγίζοντας τη δουλειά του Γιάννη Μαθέ, το δεύτερο προσωπικό του άλμπουμ αλλά το πρώτο όπου έχει επιμεληθεί ο ίδιος τη μουσική, σκέφτηκα ότι θα έπρεπε να κατηγοριοποιήσω την κριτική μου, κατά πρώτον, στα συστατικά του μέρη: στίχος, μουσική, ενορχήστρωση, ερμηνεία. Οι στίχοι (εδώ των Έλλη Δώρου, Πέτρου Παράσχη, Κωνσταντίνου Μάξιμου, Έφη Πασχάλη και του ίδιου του Γιάννη Μαθέ) αποτελούν πολλές φορές ενδιαφέρουσα πρώτη ύλη για κάθε μελοποιό. Δεν λέω ότι δεν υπάρχουν και μέτριες στιγμές, αλλά εν γένει είναι υπαινικτικοί όσο πρέπει ώστε να μη γίνονται ακατανόητοι, ενώ αρκούντως ποιητικοί ώστε να μη γίνονται πεζοί. Η κύρια δύναμή τους όμως είναι η συναισθηματική έγερση και συγκίνηση που μπορούν να προκαλέσουν στον ακροατή.  Η μουσική, από την άλλη πλευρά, είναι το δυνατό σημείο του Βόλτα Στο Όνειρο. Ενώ κάποιος θα περίμενε μια επιφανειακή εναρμόνιση της μελωδίας και ένα φτωχό μελωδικό υποστήριγμα –πράγμα πολύ συνηθισμένο τον τελευταίο καιρό στο ελληνικό τραγούδι – εντούτοις ο Γιάννης Μαθές διαθέτει και αξιόλογη μελοποιητική ικανότητα και ενδιαφέρουσα αρμονική υποστήριξη. Ο ίδιος μάλιστα ερμηνεύει τα κομμάτια του με αμεσότητα και άνεση, με την πρέπουσα ορθοφωνία και τονική ορθότητα, που δεν είναι πάντα αυτονόητη στο λεγόμενο εμπορικό τραγούδι. Η ενορχήστρωση όμως αποδυναμώνει πολύ το όλο εγχείρημα, όχι μόνο γιατί επιλέγει έναν συνηθισμένο pop ήχο, αλλά γιατί η έλλειψη φυσικών οργάνων (με εξαίρεση τις κιθάρες) κουράζει το αυτί και έρχεται σε αντίθεση με την αμεσότητα του μηνύματος του τραγουδιού. Η όλη δουλειά θα μπορούσε να χωριστεί σε τρεις ταχύτητες. Στην πρώτη ταχύτητα το ξεσηκωτικό, φαντάζομαι, στις ζωντανές εμφανίσεις, “Ζωή Να Λέμε”, μια ακριβής περιγραφή της ερωτικής ακροβασίας, η οποία καταλήγει σε υπόσχεση ισόβιας δέσμευσης, το “Κάδρα” – ένα εξαιρετικό τραγούδι χωρισμού με έντονη την επιθυμία αναβάπτισης των αναμνήσεων μέσα από τη λυτρωτική βροχή – αλλά και το “Χάραξες”, γεμάτο οργή (δεν είναι ο έρωτας γραμμάτιο με δόσεις), που αποδίδεται και μουσικά με τις επαναλαμβανόμενες νότες, με τη συνύπαρξη της ψηλής φωνητικής χροιάς του τραγουδιστή με τη μπάσα βραχνή περιοχή του. Σαν τον ίδιο τον έρωτα, ο οποίος σε ανυψώνει αλλά συγχρόνως σε καταβάλλει, όταν συνδέεται με ταπεινά ελατήρια («δεν θέλω πια να μ’ αγαπάς με τον τρόπο σου»). Στη δεύτερη ταχύτητα το εν δυνάμει καλοκαιρινό χιτ “Θέλω Να Γίνω Ο Κόσμος Σου”, το “Πόσο Θα ’Θελα” – ένα παράπονο για την αγάπη που αργεί – το “Κάτι Παθαίνω”, μια ευχάριστη μπαλάντα για σύγχρονους Καζανόβες, και το “Βόλτα Στο Όνειρο” να περιγράφει, με μελωδικό και ενορχηστρωτικό γούστο, τη γλυκιά θλίψη ενός απογορευμένου(;) έρωτα, ο οποίος εκφεύγει της καθημερινότητας μέσα από τους τέσσερις τροχούς ενός γρήγορου αυτοκινήτου («πέρνα το φανάρι και ας είναι κόκκινο»). Στην τρίτη ταχύτητα το αδύναμο, τόσο στιχουργικά («είναι αυτό το κάτι που λέγεται αγάπη») όσο και μουσικά “Δυνατά”, καθώς και η αδιάφορη “Βροχή”. Στη μεγάλη πλειοψηφία των τραγουδιών το πρόσημο είναι δηλαδή θετικό.              Μια γενικότερη παρατήρηση, τελειώνοντας: σχεδόν όλα τα τραγούδια είναι ερωτικής διάθεσης. Ίσως κάτι άλλο να έσπαζε τη μονότονη νοηματική ενότητα… Γενικότερα ενδιαφέρουσα πρόταση πάντως για ένα μοντέρνο έντεχνο τραγούδι.            

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured