25 χρόνια θητείας στο λαϊκό τραγούδι κλείνει φέτος η Γλυκερία, μια τραγουδίστρια η οποία και αγαπήθηκε από το ευρύ κοινό, μα και πρόσφερε στον χώρο της, αποφεύγοντας τις εκπτώσεις ακόμα και όταν δεν παρέκαμπτε τους συμβιβασμούς. Και το παρόν διπλό άλμπουμ – εξ’ ολοκλήρου αποτελούμενο από παλιά και δοκιμασμένα τραγούδια του Μίκη Θεοδωράκη – τη βρίσκει να πραγματοποιεί την πιο φιλόδοξη δισκογραφικά κίνησή της τα τελευταία χρόνια, κόντρα στην αμήχανη πολυσυλλεκτικότητα της Άνοιξης (2004) και της Βροχής Των Αστεριών (2006) και τη σωρεία συλλογών τύπου best of. Στον δίσκο αυτόν η Γλυκερία συγκεντρώνει 37 τραγούδια του Θεοδωράκη γραμμένα μεταξύ 1960-2006, και συνεργάζεται μάλιστα με την Ορχήστρα «Μίκης Θεοδωράκης» για την περάτωσή τους. Επιλογή σωστή, καθώς η συγκεκριμένη ορχήστρα γνωρίζει θαυμάσια και σε βάθος το υλικό – και δεν αναφέρομαι μόνο στο καθαρά μουσικό του πλαίσιο, μα και στο πνεύμα του ανθρώπου που το δημιούργησε. Η παρουσία της εγγυάται έτσι, πέραν βέβαια του απαραίτητου επαγγελματισμού, ένα σύνολο με συνοχή – κάτι εξαιρετικά χρήσιμο για έναν δίσκο με διπλή χρονική διάρκεια. Από την άλλη, όμως, πρόκειται και για μια επιλογή που δεν αφήνει χώρο σε εκπλήξεις, ανανεώσεις, νέα «πειράγματα» ή παρεμβολές με φαντασία: στόχος της Ορχήστρας «Μίκης Θεοδωράκης» είναι η οικειότητα και η λεπτομερής εμμονή στα δεδομένα, όχι οι καινοτόμες κινήσεις. Μην τα θέλουμε όμως όλα δικά μας. Οι – απαραίτητες – φρέσκιες αναγνώσεις στο πλούσιο και σημαντικό έργο του Θεοδωράκη πρέπει να έρθουν από νέους ανθρώπους, με σύγχρονη ματιά και όραμα, και όχι να τις περιμένουμε σε έναν δίσκο της Γλυκερίας. Και δεν το λέω διόλου απαξιωτικά για την τελευταία αυτό, αλλά με επίγνωση ότι μετά από μια πλούσια και διακεκριμένη καριέρα είναι δύσκολο να τα αναποδογυρίσει όλα ώστε να ανακαλύψει τη σύγχρονη τομή στην οποία αναφέρομαι – είναι ευθύνη των συνεχιστών αυτό και όχι όσων συνέβαλλαν στην ύψωση του ως τώρα λαϊκού οικοδομήματος, πώς να το κάνουμε.Τα τραγούδια του Τα Θεμέλιά Μου Στα Βουνά είναι ασφαλώς υπεράνω κρίσης. Μια ματιά στο track list αρκεί πιστεύω για να πειστεί και ο πλέον δύστροπος – αν θεωρείτε ότι πρέπει να κάνουμε αυτή τη συζήτηση για τη “Δραπετσώνα”, ή για τα “Πού Πέταξε Τ’ Αγόρι Μου”, “Κάποτε Θα ’Ρθουν”, “Σαββατόβραδο” ή τη “Μέρα Μαγιού” φοβάμαι ότι βρίσκεστε εκτός τόπου και χρόνου. Υπό κρίση είναι λοιπόν μόνο οι συγκεκριμένες εκτελέσεις και κυρίως οι επιδόσεις της Γλυκερίας και αυτές των συμμετεχόντων Πασχάλη Τερζή και Δημήτρη Μπάση. Τις οποίες θα χαρακτήριζα, με μία λέξη και γενικά μιλώντας, ως επαρκείς μα όχι και σπουδαίες. Αν με εξέπληξε κάποιος, αυτός είναι ο Πασχάλης Τερζής, ο οποίος τραγούδησε (“Στα Περβόλια”, “Βροχή”) με ένα μέτρο και με μια αυτοσυγκράτηση που συνήθως του λείπει, καθώς ξοδεύεται συχνά σε περιττές φιοριτούρες και γυρίσματα – ακόμα και όταν ερμηνεύει πράγματα που δεν ανήκουν στο γνώριμο ρεπερτόριο πίστας του. Η Γλυκερία πάλι στάθηκε καλά, με σταθερή προσήλωση και με εκφραστικότητα δίχως σκαμπανεβάσματα, πετυχαίνοντας διάνα σε στιγμές όπως το “Κοίτα Με Στα Μάτια”, το “Έχω Μια Αγάπη” (σε ντουέτο με έναν διακριτικό Γιώργο Νταλάρα), το “Η Πόρτα Μου Είναι Ανοιχτή”, το “Και Δεν Μίλησε Κανείς” ή το “Μάνα, Το Μάννα Τ’ Ουρανού”. Δεν της πήγαιναν όμως όλα τα τραγούδια (π.χ. το “Άπονες Εξουσίες”, ή το “Ουρανός Είναι Κλειστός”), ενώ δεν απόφυγε πιστεύω και μια κάποια στατικότητα. Η οποία έχει να κάνει και με κάτι που πολύ σωστά – αν και νομίζω με μια δόση υπερβολής – έχει επισημανθεί και σε άλλη κριτική: ότι δηλαδή η στροφή της Γλυκερίας προς τον Θεοδωράκη υπήρξε στροφή προς έναν άλλον κόσμο, κόσμο με συγκεκριμένο – και βαρύ, δεδομένης της εποχής – πολιτικό χαρακτήρα, ο οποίος εδώ παρακάμπτεται εντελώς, λες και δεν υπήρξε υλικό πρωτογενές για τη δημιουργία του εν λόγω ρεπερτορίου. Είναι από τις αγαπημένες μου τραγουδίστριες η Γλυκερία και σταθερά εδώ και χρόνια παρακολουθώ τη δισκογραφία της. Όσο όμως και να την αγαπώ, όσο άξια και αν θεωρώ ότι έχει υπηρετήσει το λαϊκό μας τραγούδι, δεν νομίζω πως βρήκε εδώ τον τρόπο ώστε να τραγουδήσει όπως τους έπρεπε στίχους σαν π.χ. το «χτυπά αδερφός τον αδερφό, ασκέρι τ’ άλλο ασκέρι/παίζει χαμός στα μάτια τους, στα χέρια το μαχαίρι». Ως έχουν, τα Θεμέλιά Μου Στα Βουνά μοιάζουν με μια ωραία βραδιά σαν κι αυτές που διοργανώνει τηλεοπτικά ο Σπύρος Παπαδόπουλος στο Στην Υγειά Μας. Είναι ένα ωραίο πρόγραμμα για να θυμηθούν οι παλιότεροι και να νοσταλγήσουν, ίσως και να μάθουν οι λίγοι νεότεροι που τυχόν ενδιαφέρονται για αυτό το ρεπερτόριο. Αν και συμπαθής συνολικά, με τα συν και τα πλην του, δεν πρόκειται όμως για έναν δίσκος που θα αντικαταστήσει τις πρώτες εκτελέσεις και τις μνήμες όσων παρακολουθήσαν από κοντά τον Θεοδωράκη και πόνεσαν με τα τραγούδια του. Ούτε και ένας δίσκος ο οποίος θα κάνει τους νεότερους να νιώσουν κάτι από το μεγαλείο των τελευταίων. Και από αυτή την άποψη – χωρίς να θέλω να θίξω τη Γλυκερία και αναγνωρίζοντας, όπως δείχνει και η σχετική βαθμολογία, το αξιόλογο της δισκογραφικής της τούτης προσπάθειας – θεωρώ πως η βαθύτερη ουσία του Τα Θεμέλιά Μου Στα Βουνά, ο λόγος δηλαδή για τον οποίον ο Μίκης Θεοδωράκης αναγνωρίστηκε ως δημιουργός-γίγαντας της μεταπολεμικής μας μουσικής, έμεινε ανέγγιχτη. Να περιμένει κάποιο άλλο ραντεβού με την ιστορία της δικής μου ή της επόμενης γενιάς...  

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured