Ακούγοντας το Προφίλ του Σωκράτη Παπαϊωάννου μου γεννήθηκαν αρκετοί προβληματισμοί, λόγω της μεγάλης αντίφασης μεταξύ των ευγενών σκοπών του τραγουδιστή και του τελικού αποτελέσματος. Στο μικρό σημείωμα που υπάρχει στο ένθετο του cd, μιλά για ανεβασμένο πήχη σε όλα τα επίπεδα. Επίσης σημειώνει ότι αυτή η δουλειά προσπέλασε οικονομικούς ατραπούς, έχοντας πάντα ως βαθιά αξία την κατάθεση από καρδιάς μιας ομάδας ανθρώπων που αγαπούν το τραγούδι. Δεν διαφωνώ για τους καθόλα ευγενείς σκοπούς του καλλιτέχνη, μόνο που νιώθω ότι ο υπερβάλλων συναισθηματισμός και η αγάπη του για το τραγούδι ολίγον τον μπέρδεψαν. Το Προφίλ είναι ένα συνονθύλευμα τραγουδιών, τα οποία βρίσκουν τις επιρροές τους σε πολλά είδη – λαϊκά τραγούδια, έντεχνες προσπάθειες και κάτι από (ανούσιο) ηλεκτρισμό, που σε κάνουν να νιώθεις ότι όλα γράφτηκαν κάπου στα μέσα της δεκαετίας του 1980. Το μουσικό αποτέλεσμα είναι σαφώς παρωχημένο και κανένα τραγούδι από τα 14 δεν ξεφεύγει αυτού του χαρακτηρισμού. Το cd ανοίγει με μία κακόγουστη ηλεκτρονική διασκευή του “Γιαρέμ – Γιαρέμ”, πάλαι ποτέ επιτυχία της Νάνας Μούσχουρη σε μουσική Χατζηνάσιου και στίχους Γκάτσου. Κάπου υπάρχει και ένα κρητικό άσμα, το οποίο μοιάζει με τη σειρά του σαν ένα εκνευριστικό εξόγκωμα στον όλο σκελετό του track list. Τα υπόλοιπα τραγούδια τρεκλίζουν μεταξύ μελοδραματικού ύφους, προσομοιάζοντας στον Γιάννη Πλούταρχο, και κακών ελαφρολαϊκών ασμάτων, θυμίζοντας κακή εποχή Γιάννη Κότσιρα. Δυστυχώς η κακογουστιά διαφαίνεται παντού και όλα συναινούν προς τα εκεί. Ο πήχης δηλαδή, όσο και αν το επιθυμεί, δεν μπορεί να μένει ψηλά όταν η ενορχήστρωση είναι κονσέρβα και η παρουσία φυσικών οργάνων είναι το μειονοτικό στοιχείο απέναντι στην απόλυτη επικράτηση του υπολογιστή. Οι μελωδίες, επίσης, πατώντας σε ένα μονότονο τέμπο, μοιάζουν ελλειμματικές και εύκολεςž μικρές εκλάμψεις αποτελούν το “Αλεξάνδρεια” και το “Αληθινά Στο Λέω” που το βρίσκουμε στο cd σε διαφορετικές version. Οι στίχοι από τη μεριά τους κινούνται μεταξύ αδικοχαμένων και χαροκαμένων ερώτων ενώ, όταν ένας από τους πολλούς συντελεστές-στιχουργούς πάει να καταθέσει την κοινωνικοπολιτική του γραφή, οδηγείται σε αποτελέσματα του τύπου «κάποτε ήσουνα πομπός, τώρα σε θέλουν δέκτη, για αντάλλαγμα τους πρόσφερες την αίσθηση την έκτη» (“Όλο Συντρίμμια”)... Από κει και πέρα στη στιχουργική των δημιουργών διαφαίνεται παραπάνω από μία φορά η γνωστή ναρκισσιστική ενδοσκοπική στάση του στυλ «άκουσε τα τραγούδια, ξέρουν που πηγαίνουν, άγγιξε τα είν’ αγγελούδια, των ψυχών μας τα τραγούδια» (“Άκουσε Τα…Τα Τραγούδια”). Τέλος, για το κομμάτι της παραγωγής που έχει να κάνει με το artwork του cd, έχω να σημειώσω ότι ούτε κι αυτό δεν ξεφεύγει του γενικού κλίματος. Φτωχό και ανέμπνευστο το όλο σύνολο με επιτομή την απαράδεκτη φωτογράφιση του Παπαϊωάννου στο εξώφυλλο και την άκυρη επιλογή ειδυλλιακών τοπίων να κοσμούν ως φόντο τις σελίδες του ένθετου.  Σε περίπτωση που μου ζητούνταν να κατατάξω τον εν λόγω δίσκο σε μια κατηγορία μουσικής δεν ξέρω ποια θα ήταν αυτή, ευτυχώς για μένα θα το πράξει ο αρχισυντάκτης μου. Διότι αν θέλει ο κύριος Παπαϊωάνου να αυτοχαρακτηριστεί ως ελαφρολαϊκός, θα σταματήσω εδώ τη κριτική μου και θα ξεκινήσω με νέα δεδομένα. Όμως ψυχανεμίζομαι ότι ο ερμηνευτής θα ήθελε να κινείται στην αντίπερα όχθη του ελληνικού τραγουδιού και να αποκαλεί τα τραγούδια του, με την γενική έννοια του όρου, έντεχνα. Αν είναι έτσι και δεν κάνω λάθος, τότε ούτε κατά διάνοια το πετυχαίνει – αντιθέτως δίνει αφορμές σε αοιδούς της άλλης όχθης να διαρρηγνύουν τα ιμάτιά τους για την ανυπαρξία διαχωριστικών γραμμών. Δεν αμφισβητώ καθόλου το αγαθό και υψηλό των προθέσεών του καλλιτέχνη, μόνο που κατ’ εμέ στο Προφίλ χάθηκε κάπου στην μετάφραση. Η πολυφωνία της εποχής, όπως ο ίδιος ο κύριος Παπαϊωάννου σημειώνει, μάλλον τον αποσυντόνισε και αντί για καλά τραγούδια, όπως ευελπιστούσε να μας παραδώσει, κατέληξε σε κάτι το εντελώς αντιδιαμετρικό. Κρίμα, γιατί η φωνή του δεν περνάει απαρατήρητη.   

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured