Το Ελληνικό Τρίο ιδρύθηκε πριν από 19 χρόνια από τον Δημήτρη Φωτόπουλο (φλάουτο), τον αείμνηστο Γιάννη Βατικιώτη (βιόλα) και τον Απόλλωνα Κουσκουμβεκάκη (κιθάρα). Από το 2003 εντάχθηκε στο τρίο ο Πάρις Αναστασιάδης (βιόλα). Η συνύπαρξη των συγκεκριμένων οργάνων στη μουσική δωματίου είναι σπάνια και ηχητικά παράδοξη, για αυτό τον λόγο οι Έλληνες συνθέτες που καλούνται να γράψουν μουσική για το Τρίο οφείλουν να είναι ιδιαίτερα προσεκτικοί σε ζητήματα δυναμικής των οργάνων, καθώς πολύ εύκολα το φλάουτο, με το οξύ ήχο που αυτό έχει ιδιαίτερα στις ψηλές περιοχές, είναι δυνατό να κλέψει την προσοχή του ακροατή σε βάρος των άλλων δύο οργάνων.  Σημαντικό, πέρα από το ηχητικό παράδοξο, είναι το γεγονός ότι επιτέλους έχουμε στη σημερινή κλασική δισκογραφία ένα σχήμα που έχει ως στόχο του τη διάδοση της σύγχρονης ελληνικής μουσικής με ηχογραφήσεις και ζωντανές εκτελέσεις, πέρα του πολυθρύλητου ελληνικού τραγουδιού, προκαλώντας τους Έλληνες συνθέτες εντός και εκτός Ελλάδας να γράψουν μουσική ειδικά για αυτόν το συνδυασμό οργάνων και με αυτούς τους εκτελεστές. Για όσους δεν γνωρίζουν το χώρο της σύγχρονης ελληνικής σύνθεσης, τους πληροφορώ ότι οι ευκαιρίες που έχουν οι Έλληνες συνθέτες να ακουστούν εντός της Ελλάδας είναι ελάχιστες, αν εξαιρέσουμε κάποιες βραδιές στο Μέγαρο Μουσικής ή στο Ινστιτούτο Γκαίτε και σε συναυλιακούς χώρους Ωδείων. Πράγμα που δημιουργεί συνθήκες απογοήτευσης, αλλά και ενδεχομένως αντιπαραγωγικές τάσεις, γιατί είναι πολύ σημαντικό κίνητρο το έργο να ακούγεται και να μη μένει στο συρτάρι του συνθέτη. Από αυτή την τελευταία άποψη το Ελληνικό Τρίο, με το συγκεκριμένο cd, επιτελεί ένα λειτούργημα που μάλλον θα έπρεπε να το επιτελεί το ελληνικό κράτος, καθώς παρουσιάζει έργα σύγχρονων Ελλήνων συνθετών γραμμένα ειδικά για φλάουτο, βιόλα και κιθάρα, πλουτίζοντας επιπρόσθετα και την παγκόσμια παραγωγή μουσικής για αυτό το σπάνιο συνδυασμό οργάνων. Εδώ λοιπόν ακούμε έργα των Κωνσταντίνου Κυδωνιάτη, Γιώργου Διαμαντή, Ντίνου Κωνσταντινίδη, Ευάγγελου Κοκκόρη και Μπάμπη Κανά.  Ο Κωνταντίνος Κυδωνιάτης (1908-1996) έγραψε για το Ελληνικό Τρίο  την “1η Ελληνική Σουίτα” (1990), η οποία αποτελεί μια ανασύνθεση και παραλλαγή ελληνικών δημοτικών τραγουδιών και μουσικών θεμάτων, με κορυφαία στιγμή την παραλλαγή του “Αραμπάς Περνά” και το λυρικότατο μέρος της σουίτας του με το όνομα “Θάσος”. Ο Γιώργος Διαμαντής (γενν. 1942) εισέφερε το έργο “Πρελούδιο Και Φούγκα Εις Μνήμην J.S. Bach” (1990), το οποίο, αν και γραμμένο σε κλασικό ύφος, εντούτοις έχει στοιχεία του προσωπικού ύφους του συνθέτη, πράγμα το οποίο δεν το καθιστά μια απλή άσκηση ύφους αλλά μια πολύ ενδιαφέρουσα συνομιλία του Διαμαντή με τον κορυφαίο εκπρόσωπο της μουσικής μπαρόκ. Το έργο του Ντίνου Κωνσταντινίδη (γενν. 1929) “Ο Ελληνικός Χορός/Τρίο Για Φλάουτο, Βιόλα Και Κιθάρα” είναι ιδιαίτερα δεξιοτεχνικό κομμάτι κατάλληλο να ακουστεί ζωντανά. Το συγκεκριμένο έργο παίρνει στοιχεία από την ελληνική μουσική αλλά όχι από συγκεκριμένα μουσικά θέματα αυτής, όπως έκανε ο Κυδωνιάτης, καθώς ο Διαμαντής γράφει μια νέα ελληνική μουσική, της οποίας η ελληνική δημοτική παράδοση λειτουργεί ως βάση της και όχι ως αυτοσκοπός της. Το έργο του Ευάγγελου Κοκκόρη (γενν. 1951) “Largo Amoroso” (2007) είναι το πιο «επιτυχημένο» έργο του album όσον αφορά στην ηχητική ισορροπία και αρμονική συνύπαρξη των τριών οργάνων. Ένα λυρικό, ευαίσθητο και συναισθηματικό έργο του συνθέτη, του οποίου η μελωδική γραμμή μοιάζει με την ανθρώπινη ομιλία η οποία ξανά και ξανά προσπαθεί να σε πείσει για το γεγονός ότι «η Μουσική, το φεγγαρόφωτο και τα όνειρα είναι τα μαγικά μας όπλα», όπως γράφει ο ίδιος στο κείμενο που συνοδεύει το μουσικό του έργο. Μια μουσική η οποία δεν αρκείται μόνο στο να διεγείρει το συναίσθημα του ακροατή αλλά να τον πείσει και να τον κάνει θιασώτη της. Τέλος, το κορυφαίο έργο συνθετικά και αισθητικά είναι αυτό του Μπάμπη Κανά (γενν. 1952) με τον τίτλο “Τρίο - Σονάτα” (1991-2), όπου το προσωπικό ιδίωμα του συνθέτη γίνεται φανερό από την πρώτη νότα του έργου του και κορυφώνεται με το τρίτο μέρος, όπου ο Κανάς γράφει στο στιλ του χανιώτικου συρτού χορού. Ενός κομματιού που εκμεταλλεύεται στο έπακρο τα εφέ και τις δυνατότητες των οργάνων, κάνοντας τον ακροατή να κινήσει το κορμί του ρυθμικά, σαν να άκουγε κάποιο χορευτικό κομμάτι λαϊκής, rock ή ηλεκτρονικής μουσικής.  Με λίγα λόγια ο ακροατής του Ελληνικού Τρίου κερδίζει από δύο απόψεις: από το γεγονός ότι ακούει μια σπάνια συνύπαρξη μουσικών οργάνων, αλλά και από την άποψη ότι με το παρόν album έχει στα χέρια του μια σύντομη, περιεκτική αλλά και απλή μουσική καταγραφή των περισσότερων τάσεων της ελληνικής σύνθεσης του 20ου και του 21ου αιώνα από ανθρώπους που ξέρουν να την εκτελούν σωστά. Αλλά και από συνθέτες του ελλαδικού χώρου μα και του ελληνισμού, νεότερους και λιγότερο νεότερους, άλλους που αντλούν την έμπνευσή τους από την ελληνική μουσική και άλλους από τη δυτική κεντροευρωπαϊκή, ρωσική αλλά και πέρα του Ατλαντικού jazz παράδοση, δημιουργώντας έτσι ένα μείγμα μουσικής που μόνο στην Ελλάδα και σε ελάχιστες χώρες του κόσμου μπορούμε να συναντήσουμε.       

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured