Ήδη πριν την κυκλοφορία του Κάτσε Να Λογαριαστούμε είχε σηκώσει κάποια συζήτηση το γεγονός ότι ο «βαρύς» Γιώργος Μαργαρίτης θα συνεργαζόταν με τον Μάνο Ελευθερίου – στα σοβαρά, όχι στα πλαίσια κάποιας ακατανόητης...ψινακειάδας του τελευταίου. Δυστυχώς όμως η συνεργασία αυτή δεν έλαβε ολοκληρωμένη μορφή, όπως πιστεύω πως θα γινόταν σε παλιότερα χρόνια, όταν δεν είχε επικρατήσει η λογική των «πολυσυλλεκτικών» δίσκων, που είναι μεγάλο θέμα συζήτησης αν τελικά έχουν ωφελήσει ή όχι το ελληνικό τραγούδι στην εποχή όπου δεν αναδείχθηκαν νέοι «μεγάλοι» στη μουσική και στον στίχο. Η συνεργασία αφορά, τελικά, μόνο ένα τραγούδι και – όχι τυχαία – το τραγούδι αυτό είναι ήδη σουξέ: «μου ’πανε πως θα μου κάνεις μέχρι δικαστήρια και θα βάλεις δικηγόρους για να περπατώ υπό όρους» λέει το ρεφρέν του “Δικαστήρια”, ενός κιμπάρικου λαϊκού (σε σύνθεση Θανάση Πολυκανδριώτη), στο οποίο ο Μαργαρίτης δίνει μια πραγματικά λεβέντικη ερμηνεία. Έχοντας υπόψη ότι οι δίσκοι του Μαργαρίτη τα τελευταία χρόνια είναι συνήθως άνισες υποθέσεις, ενστικτωδώς πιάνεις τον εαυτό σου να λέει ένα «μακάρι να υπήρχαν κι άλλα σαν αυτό» - είναι βλέπετε και πρώτα-πρώτα στο άλμπουμ τα “Δικαστήρια”. Πράγματι, ο δίσκος δεν έχει να επιδείξει κάτι το ανάλογο στην υπόλοιπη διάρκειά του. Στα τραγούδια που ακολουθούν, οι συντελεστές (μεταξύ αυτών ο Πολυκανδριώτης και πάλι, ο Τάκης Σούκας, ο Γιάννης Πάριος, ο Γιάννης «Μπαχ» Σπυρόπουλος, αλλά και οι Πέτρος Βαγιόπουλος και Γιάννης «Λογό» Λογοθέτης) δείχνουν μια υπερβολική προσκόλληση στους τρόπους έκφρασης των μεγάλων λαϊκών συνθετών και στιχουργών του παρελθόντος: βαριά, στρωτά μπουζούκια, οικείες «γέφυρες», λόγια και εκφραστικά σχήματα πολυχρησιμοποιημένα (π.χ. “Μου Ζητάς”, “Δεσμοφύλακας Ο Πόνος”). Μη με παρεξηγήσετε, όλα τους είναι εξαίσια τοποθετημένα και αρκετά μάλιστα από τα τραγούδια είναι ευπρόσωπα (“Σαββατογεννημένη”, “Κάτσε Να Λογαριαστούμε”, “Πετονιές, Ένα Καλάμι Και Δολώματα” ή η διασκευή στο “Αν Μ’ Αξιώσει Ο Θεός” του Μάρκου Βαμβακάρη), αν και δεν λείπουν και κάποια «γεμίσματα», με τα οποία μάλλον γίνεται ένα καλόπιασμα προς τις πίστες, χαλώντας έτσι τη στιβαρότητα των ενορχηστρώσεων του Αντώνη Γούναρη (π.χ. το “Βοτάνι Του Διαβόλου” ή το “Μια Φωτογραφία Σου”). Αλλά η αίσθηση ακόμα και των καλύτερων από τα παραπάνω είναι μια αίσθηση αναβίωσης παλιών μεγαλείων, παρά μια απόπειρα παραγωγής σύγχρονου λαϊκού ήχου. Όχι βέβαια ότι θεωρώ πως έπρεπε απαραίτητα να συμβεί κάτι τέτοιο – απλώς έτσι τα πράγματα κινούνται σε ένα πλαίσιο με συγκεκριμένη οροφή, αξιολογικά μιλώντας.  Μέχρι τώρα άφησα τον Γιώργο Μαργαρίτη έξω από τον σχολιασμό, παρότι αυτός είναι το επίκεντρο του δίσκου. Κι αυτό γιατί εδώ ο Μαργαρίτης κάνει την έκπληξη, λειτουργώντας όχι απλώς ως συνεκτικός ιστός του υλικού, μα συχνά δίνοντάς του και μια ζωή και λάμψη που από μόνο του δεν έχει. Στο Κάτσε Να Λογαριαστούμε ο Μαργαρίτης βρίσκεται σε μία από τις καλύτερες φάσεις της καριέρας του ως τραγουδιστής και τα όσα προσφέρει με το λαϊκό μέταλλο της φωνής του και με την ερμηνευτική του ζέση σε αυτόν τον δίσκο βαραίνει στον τελικό λογαριασμό περισσότερο από τα ίδια τα τραγούδια.  

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured