Ομολογώ πως ανησύχησα λίγο για το τι θα ακούσουν τα αυτιά μου, διαβάζοντας το δελτίο τύπου για τούτο το δεύτερο album του Άλκη Ζοπόγλου και των Κοντραμπάντο. Πόσο ενδιαφέρουσα, άραγε, θα μπορούσε να ήταν μια προσπάθεια με βασικό της συστατικό το κανονάκι και τους παραδοσιακούς ήχους στις μέρες μας; Εντάξει, διάβασα και για μείξη οργάνων με ετερόκλητες καταβολές, για ανατολίτικη εκλεκτικότητα και δυτικό πειραματισμό και για την επιτυχία του Cargo, της προηγούμενης δουλειάς του σχήματος. Απλά έχω μάθει, καιρό τώρα, να κρατάω μικρό καλάθι μπροστά στα «μεγάλα λόγια», γεγονός που με έχει γλιτώσει από κάμποσες απογοητεύσεις. Ήταν, όμως, κι αυτή η ασυνήθιστη, σε τέτοιες περιπτώσεις, φρεσκάδα του εξώφυλλου που από μόνη της άφηνε υποσχέσεις. Στην πράξη πάντως, από το πρώτο κιόλας τραγούδι μυρίζεσαι πως κάτι ξεχωριστό συμβαίνει εδώ πέρα. Το κανονάκι του Ζοπόγλου υφαίνει γλυκά τη μελωδία του “Stasi” πάνω από τις γραμμές του μπάσου και των drums, με αποτέλεσμα ευθύς αμέσως να στήνεις αυτί περίεργος για τη συνέχεια. Ένα προς ένα τα επόμενα βήματα του Elephant, που μόνο βαριά και ατσούμπαλα δεν είναι, σε αποζημιώνουν για την προσοχή που του χάρισες. Και να τα ονειρικά, αργόσυρτα βαλσάκια με την ανατολίτικη αύρα (“Little Waltz”), να και τα Πολίτικα κινηματογραφικά θέματα (“Saloufa”) - λες και ο Henry Mancini είναι καλεσμένος στην αυλή κάποιου σουλτάνου. Να και τα μεταλλαγμένα ταγκό (“Beyoglu Tango”), λες και οι Gotan Project άφησαν τα beats κι έπιασαν τα λαούτα, να και το “Simandro” με τις συννεφιασμένες ηλεκτρικές να ταράζουν τη γαλήνη του, να η “Stoa” με τους ζουρνάδες και τα βιολιά που κλαίνε, να και τα χάλκινα τζαμαρίσματα στο “Balkan 6”. Η παιχνιδιάρικη διασκευή στη “Γκαρσόνα” του Παναγιώτη Τούντα και το dub mix του opening track, το οποίο μόνο dub δεν είναι αλλά τέλος πάντων, αποτελούν απλά το κερασάκι στην τούρτα ενός επιτυχημένου ηχητικού πειράματος.        Για να μην μας συνεπαίρνει ο ενθουσιασμός όμως, δεν θα ήταν ψέματα αν έλεγα πως οι συνθέσεις έχουν ένα ταβάνι, μιας και ακούγονται αρκετά γνώριμες μέσα στην καλοφροντισμένη τους ατμόσφαιρα. Η φρεσκάδα δηλαδή, αναδύεται μέσα από τη γενναία φύση του εγχειρήματος και όχι απ’ την ουσία του. Ας μην είμαστε όμως και πλεονέκτες. Ο παραδοσιακός ήχος στις μέρες μας έχει πολύ ανάγκη τέτοιες βαθιές ανάσες, στριμωγμένος καθώς είναι ανάμεσα στους πιουρίστες, που τον θέλουν μουσειακό είδος, και στους σνομπ δυτικολάγνους, οι οποίοι δεν δίνουν δεκάρα τσακιστή για το σπάνιο μουσικό πλούτο τούτης της χώρας.

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured